Ετυμολογία της λέξης "σκάρα" και το φαινόμενο της ανομοίωσης

Γεια σας!

Ο Τριανταφυλλίδης έχει:

σκάρα < [μσν. σκάρα < σχάρα με ανομ. τρόπου άρθρωσης [sx > sk] < αρχ. ἐσχάρα `τζάκι΄ (ελνστ. σημ.: `κιγκλίδωμα΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

Τι σημαίνει ¨ανομ. τρόπου άρθρωσης¨; Μπορείτε να μου δώσετε κι άλλα παραδείγματα;

Σίμων
 

nickel

Administrator
Staff member
Το αντιγράφω διορθωμένο και κοκκινίζω τα σημεία που δεν ενδιαφέρουν περισσότερο, Σ.

ανομοίωση {-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} ΓΛΩΣΣ. το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι, αρθρωτικώς όμοιοι ή συγγενείς, τείνουν να διαφοροποιηθούν με μεταβολή τού ενός κατόπιν επιδράσεως τού άλλου ή και με σίγηση ολόκληρης συλλαβής, αν πρόκειται για αλλεπάλληλες όμοιες (ως προς το σύμφωνο) συλλαβές, λ.χ. κτίζω > χτίζω, γρήγορα > γλήγορα, (αρχ.) ηλακάτη > ηλεκάτη, διδάσκαλος > δάσκαλος, *τετράπεζα > τράπεζα. ΑΝΤ. αφομοίωση. — […]

ΣΧΟΛΙΟ Οι φθόγγοι (φωνήεντα - σύμφωνα) που απαρτίζουν την ηχητική δήλωση («σημαίνον») κάθε λέξης είναι φυσικό να αλληλοεπηρεάζονται, είτε για να εξομοιωθούν μεταξύ τους («αφομοίωση») είτε για να διαφοροποιηθούν («ανομοίωση»). Και η μεν τάση για εξομοίωση, δηλ. η αφομοίωση, διευκολύνει την άρθρωση (είναι ευκολότερο να προφέρεις οβολός αντί οβελός, μολονότι λες οβελίσκος), ενώ η ανομοίωση, με τη διαφοροποίηση που δημιουργεί, αίρει τη —μεγαλύτερη ή μικρότερη— κακοφωνία που προκαλεί η αλλεπαλληλία όμοιων φθόγγων, ενισχύοντας την ποικιλία τους: το πενήντα είναι ευηχότερο (και ευπρόφερτο) έναντι τού πεντήντα (με τα αλλεπάλληλα ντ... ντ...), όπως και το τράπεζα έναντι τού αρχικού τετράπεζα κ.ο.κ. Οι ανομοιώσεις στην Ελληνική άλλοτε εμφανίζονται με τη μορφή γλωσσικού (φωνολογικού) νόμου και άλλοτε ισχύουν σποραδικά και μεμονωμένα. Γνωστός στην Αρχαία Ελληνική είναι ο νόμος τής ανομοιώσεως των δασέων (νόμος τού Grassmann), που έδωσε *φείθω (από I.E. *bheidh-) > πείθω, *εχω > έχω, *θίθημι > τίθημι κ.λπ., ενώ στη Ν. Ελληνική ανομοιωτικά έχουμε: πτ > φτ και κτ > χτ (τα δύο κλειστά σύμφωνα ανομοιώνονται σε διαρκές + κλειστό, ήτοι το π γίνεται φ και το κ γίνεται χπτωχός > φτωχός, πτύω > φτύνω, πταίω > φταίω κ.τ.ό. — κτίζω > χτίζω, κτήμα > χτήμα, οκτώ > οχτώ κ.λπ.· φθ > φτ, χθ > χτ, σθ > στ (τα δύο διαρκή σύμφωνα ανομοιώνονται σε διαρκές + κλειστό, ήτοι το θ γίνεται τ): φθάνω > φτάνω, ευθηνός > φτηνός, χθες > χτες, δεχθώ > δεχτώ, είσθε > είστε, εργασθώ > εργαστώ κ.λπ. Η ανομοίωση μπορεί να αφορά και σε ομάδες λέξεων, καθώς και σε μεμονωμένες λέξεις, διαφοροποιώντας τόσο τα φωνήεντα όσο και τα σύμφωνα. Έτσι λ.χ. τα ουσιαστικά τού τύπου ρόιδι, βόιδι, χάιδι κ.τ.ό. ανομοιωτικά σχηματίζουν τον πληθυντικό τους σε ρόδια, βόδια, χάδια (αντί *ρόιδια, *βόιδια, *χάιδια), ενώ το ίδιο συμβαίνει και σε μεμονωμένες λέξεις, όπως λ.χ. το μεσν. γογγώ, που ανομοιώθηκε σε βογγώ, η φρατρία (πβ. φράτηρ) σε φατρία, το μάρτυρς (πβ. μάρτυρ-ος) σε μάρτυς, το σπαστρεύω (πβ. σπάρτα· αρχική σημ. «καθαρίζω με σκούπα φτειαγμένη από σπάρτα») σε παστρεύω κ.ο.κ. Μορφή ανομοίωσης αποτελεί και η απλολογία, η ανομοιωτική σίγηση ή συγκοπή ολόκληρης συλλαβής: αστραποπελέκι > αστροπελέκι, διδάσκαλος > δάσκαλος.

Επίσης: http://en.wikipedia.org/wiki/Dissimilation
 
Top