Το σκεφτόμουν πάλι το θέμα τής ετυμολόγησης της λ.
κοψοχρονιά (μια από τις περιπτώσεις όπου με απογοήτευσε το ΕΛΝΕΓ, καθότι δεν τη λημματογραφεί) και θυμήθηκα πως το πρόθημα
κοψο- εναλλάσσεται στην ελληνική γλώσσα με το
κουτσο- κι έτσι έχουμε παράλληλους τύπους όπως λ.χ. κουτσοχέρης / κοψοχέρης, κουτσονούρης / κοψονούρης, κοψομύτης / κουτσομύτης, κοψοπόδης / κουτσοπόδης κ.ά. Ας δούμε λοιπόν τι λένε τα λεξικά για το
κουτσο-:
- [Πρωίας] πρώτον συνθετικόν και άλλων λέξεων της δημοτικής γλώσσης, παρεκτός των ενταύθα παρατιθεμένων, εχουσών την έννοιαν ότι το διά του β' συνθετ. δηλούμενον είναι κολοβωμένον, ελλιπές ή πενιχρόν: (κουτσοδάχτυλος, κουτσοτράπεζο, κουτσομάγαζο), ή ότι γίνεται μετά δυσκολίας ή ανεπαρκώς (κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, κουτσοδιαβάζω κλπ).
- [ΝΕΛ] α' συνθ. (σε ουσ., επίθ. και ρ.) που σημαίνει πως αυτό που δηλώνει το β' συνθ. α) είναι κομμένο: κουτσομύτικος, κουτσοχέρης· β) είναι λειψό, μειωμένο, ανεπαρκές, άρα μικρό ή λιγοστό: κουτσογράμματα, κουτσοδουλειά, κουτσοχώρι· η λ. συχνά με μειωτική σημασία· γ) (για ρ.) γίνεται δύσκολα, αργά ή με μέτρια αποτελέσματα: κουτσοπερνώ, κουτσοπίνω, κουτσοκαταφέρνω. [κοψο-]
Η λέξη
κουτσός ήταν
κοξός κι απλώς έτυχε να συμπέσει φωνητικά με το
κουτσο- το οποίο προέρχεται (όπως σημειώνει παραπάνω ο Κριαράς αλλά και το ΕΛΝΕΓ) από το
κοψο- που προκύπτει από το
κόβω. Επομένως οι ορισμοί που παρέθεσα παραπάνω για το
κουτσο- καλύπτουν και το
κοψο- (το επισημαίνω και το τονίζω για δύο λόγους: αφενός μεν διότι το ΛΝΕΓ δεν λημματογραφεί το
κοψο- και στην
κοψοχρονιά δεν έχουμε δα και καμία προφανή ετυμολόγηση όπως π.χ. στο
κοψοχολιάζω <
κόβω +
χολή, αφετέρου δε επειδή ο ορισμός τού ΛΚΝ συνδέει το
κοψο- αποκλειστικά με ακρωτηριασμό ή καταπόνηση, οπότε δεν επεξηγείται αποτελεσματικά ο σχηματισμός τής λ.
κοψοχρονιά). Με τον διευρυμένο ορισμό, όμως, των Πρωίας και ΝΕΛ και την ταύτιση
κοψο- και
κουτσο- (παρότι δεν φαίνεται να υπήρξε ποτέ λ.
κουτσοχρονιά) καθίσταται —ελπίζω— σαφής ο μηχανισμός βάσει του οποίου δημιουργήθηκε η λ.
κοψοχρονιά.