Να σας περιγράψω αυτό το μικρό τρελοκομείο:
Το ΛΚΝ δεν γνωρίζει ούτε το μετακυλώ ούτε το μετακυλίω (ευτυχισμένοι άνθρωποι). Αυτή τη στιγμή παρατηρώ ότι ο ορθογραφικός μου διορθωτής γνωρίζει μόνο το πρώτο.
Αντιθέτως, το ΛΝΕΓ γνωρίζει και τα δύο. Και μου λέει... Καλύτερα να το αντιγράψω, μην παίζουμε το σπασμένο τηλέφωνο.
Το Lexiscope γνωρίζει μόνο το μετακυλώ, το Εννοιόλεξο μόνο το μετακυλίω.
Το ΕΛΝΕΓ και το Ορθογραφικό γνωρίζουν (όπως το ΛΝΕΓ) και τα δύο ρήματα, αλλά κι αυτά αναγνωρίζουν μόνο τη μετακύλιση. Για κάποιο λόγο δεν θεωρούν ότι το μετακυλώ φτιάχνει ουσιαστικό.
Η πιάτσα, με άλλα λόγια το Γκουγκλ, έχει και μετακυλίω και μετακυλώ, χωρίς να περιορίζει την οικονομική σημασία στο πρώτο (σιγά!). Πάντως πιο πολλοί γράφουν «μετακυλίουν τα βάρη» (ακόμα κι ο Ριζοσπάστης), λιγότεροι «μετακυλούν τα βάρη». Στα 900 μετακυλήθηκε αντιστοιχούν 4.600 μετακυλίστηκε ή μετακυλίσθηκε. Διπλάσια τα μετακύλιση από τα μετακύληση. Ο ορθογραφικός μου διορθωτής, εκείνος που γνώριζε μόνο το μετακυλώ, αγνοεί τη μετακύληση — αλλά αναγνωρίζει τη μετακύλιση. Σχιζοφρένεια σάς λέω!
Μόλις απαντηθεί αυτό, θα περάσουμε στο επόμενο ερώτημα: πονόκοιλος ή κοιλόπονος...
Το ΛΚΝ δεν γνωρίζει ούτε το μετακυλώ ούτε το μετακυλίω (ευτυχισμένοι άνθρωποι). Αυτή τη στιγμή παρατηρώ ότι ο ορθογραφικός μου διορθωτής γνωρίζει μόνο το πρώτο.
Αντιθέτως, το ΛΝΕΓ γνωρίζει και τα δύο. Και μου λέει... Καλύτερα να το αντιγράψω, μην παίζουμε το σπασμένο τηλέφωνο.
μετακυλίω ρ. μετβ. [μτγν.] {μετακύλισ-α, -τηκα} (λόγ.) (κυρ. μτφ.) μεταθέτω: οι αρχικές παραλείψεις μετακυλίουν το βάρος τής αποκατάστασης τού έργου στο επόμενο στάδιο παραγωγής | «το χρέος μετακυλίεται στο Δημόσιο, το οποίο εμφανίζεται ως εγγυητής καταβολής τού ποσού» (εφημ.). — μετακύλιση (η).
μετακυλώ ρ. μετβ. κ. αμετβ. [μεσν.] {μετακυλάς... | μετακύλησα} (λόγ.) (μετβ.) 1. μετατοπίζω (κάτι) κυλώντας το 2. ξανακυλώ, κυλώ εκ νέου 3. (αμετβ.) (για νόσο ή ασθενή) επιδεινώνομαι, πηγαίνω προς το χειρότερο ΣΥΝ.
ξανακυλώ, υποτροπιάζω.
μετακυλώ ρ. μετβ. κ. αμετβ. [μεσν.] {μετακυλάς... | μετακύλησα} (λόγ.) (μετβ.) 1. μετατοπίζω (κάτι) κυλώντας το 2. ξανακυλώ, κυλώ εκ νέου 3. (αμετβ.) (για νόσο ή ασθενή) επιδεινώνομαι, πηγαίνω προς το χειρότερο ΣΥΝ.
ξανακυλώ, υποτροπιάζω.
Το Lexiscope γνωρίζει μόνο το μετακυλώ, το Εννοιόλεξο μόνο το μετακυλίω.
Το ΕΛΝΕΓ και το Ορθογραφικό γνωρίζουν (όπως το ΛΝΕΓ) και τα δύο ρήματα, αλλά κι αυτά αναγνωρίζουν μόνο τη μετακύλιση. Για κάποιο λόγο δεν θεωρούν ότι το μετακυλώ φτιάχνει ουσιαστικό.
Η πιάτσα, με άλλα λόγια το Γκουγκλ, έχει και μετακυλίω και μετακυλώ, χωρίς να περιορίζει την οικονομική σημασία στο πρώτο (σιγά!). Πάντως πιο πολλοί γράφουν «μετακυλίουν τα βάρη» (ακόμα κι ο Ριζοσπάστης), λιγότεροι «μετακυλούν τα βάρη». Στα 900 μετακυλήθηκε αντιστοιχούν 4.600 μετακυλίστηκε ή μετακυλίσθηκε. Διπλάσια τα μετακύλιση από τα μετακύληση. Ο ορθογραφικός μου διορθωτής, εκείνος που γνώριζε μόνο το μετακυλώ, αγνοεί τη μετακύληση — αλλά αναγνωρίζει τη μετακύλιση. Σχιζοφρένεια σάς λέω!
Μόλις απαντηθεί αυτό, θα περάσουμε στο επόμενο ερώτημα: πονόκοιλος ή κοιλόπονος...