Δικαιωματικός αγωνιστής-δικαιωματικός

Psekastiko

New member
δικαιωματικός -ή -ό [δikeomatikós] Ε1 : που απορρέει από ένα δικαίωμα. δικαιωματικά ΕΠIΡΡ: Παίρνω κτ. ~. Tο σπίτι μου ανήκει ~.
[λόγ. δικαιωματ- (δικαίωμα) -ικός] (ΛΚΝ)

που σχετίζεται με δικαίωμα, νόμιμη αξίωση ή δικαιολογημένη απαίτηση ή παροχή (ΛΝΕΓ)

http://www.lifo.gr/mag/features/4003

"και δικαιωματικός αγωνιστής με πλούσια δράση"
"Είμαι άτεγκτος δικαιωματικός"

Δεν νομίζω ότι μεταφράζει κάποιον ξένο όρο για τον αγωνιστή/ακτιβιστή/υπερασπιστή των δικαιωμάτων. Αν κάποιος δεν ξέρει τον συνεντευξιαζόμενο, δημιουργείται ή όχι η σύγχυση ότι ο αγώνας του απορρέει από κάποιο δικαίωμα και όχι ότι γίνεται για αυτό (το δικαίωμα ενν.); Ότι είναι μεν αγωνιστής για τα δικαιώματα, αλλά αν είναι δικαιωματικός αγωνιστής, τότε από πού απορρέει το δικαίωμα που απέκτησε;
 
Νομίζω ότι δίνεις υπερβολική σημασία σε μια ιδιότυπη και κάθε άλλο παρά καθιερωμένη χρήση του "δικαιωματικός". Εγώ πάντως το "(human) rights activist=δικαιωματικός αγωνιστής" θα το έλεγα κακή μετάφραση. Το πρόβλημα δεν είναι ο νεολογισμός, είναι η αναπόφευκτη σύγχυση.
 
Είναι ορολογία του συγκεκριμένου και της οργάνωσής του. Μόλις διάβασα το ποστ μάντεψα ποιος είναι.
 
Top