Συζητούσαμε με έναν φίλο προχτές την περίπτωση των επιθέτων που δεν δέχονται ποσοτικό προσδιορισμό (πολύ) ή παραθετικά (πιο, -τερος), π.χ. δεν μπορεί να είναι κάποιος πολύ ή λίγο νεκρός ούτε περισσότερο νεκρός από κάποιον άλλο. Λέγονται μη διαβαθμίσιμα επίθετα (EN: non-gradable adjectives).
Στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (§659) υπάρχει η παρακάτω σημείωση, που επαναλαμβάνεται και σε άλλες γραμματικές (η αλήθεια είναι ότι δεν βρήκα παρόμοια σημείωση στην καινούργια γραμματική, μάλλον θεωρείται «ψιλά γράμματα» και ίσως έχουν δίκιο).
Περισσότερες πληροφορίες βρήκα στη ΓΝΕ, δηλ. τη Γραμματική Κλαίρη–Μπαμπινιώτη (αν και με κόπο γιατί το ευρετήριο είναι συχνά άχρηστο ή παραπλανητικό). Στην §10 διαιρεί τα αφηρημένα ουσιαστικά σε απόλυτα και διαβαθμίσιμα με βάση το κριτήριο της αυξομείωσης. «Η διάκριση που στηρίζεται στην αυξομείωση κλιμακώνεται σ’ ένα συνεχές: από τα απόλυτα που δεν επιδέχονται κανονικά ποσοτικό προσδιορισμό (πολλή ή λίγη ειρήνη! πολλή ή λίγη αιτία!) μέχρι τα διαβαθμίσιμα που επιδέχονται ποσόστωση (πολλή ή λίγη ζέστη). Συχνά τα όρια ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δεν είναι σαφή, εξαρτώμενα από το φάσμα των δυνατών χρήσεων». Στα παραδείγματα των απόλυτων (μη διαβαθμίσιμων) ουσιαστικών υπάρχει ακόμα η ξενιτιά και η συμπεριφορά.
Για τη δυνατότητα διαβάθμισης των επιθέτων διαβάζουμε στην §136 της ΓΝΕ ότι τα ταξινομικά επίθετα (αυτά που δηλώνουν ότι το αντικείμενο αναφοράς ανήκει σε ορισμένη κατηγορία ή ορισμένο είδος) δεν επιδέχονται διαβάθμιση (π.χ. η ασιατική γρίπη), ενώ τα περιγραφικά επιδέχονται (π.χ. μεγαλύτερη φάλαινα).
Δεν αποκλείονται παιχνίδια με τη γλώσσα. Η ΓΝΕ αναφέρει την έκφραση «βασιλικότερος του βασιλέως» και το (σχεδόν) οργουελικό «Όλοι είναι ίσοι, μερικοί όμως είναι πιο ίσοι από τους άλλους».
Ακολουθεί στη ΓΝΕ συζήτηση για τα χρώματα και τη διαβάθμισή τους (να προσθέσω το παράδειγμα «λευκότερα λευκά») και η §146 έχει τίτλο Διαβάθμιση (ως προς προσδιορισμούς του ποσού), όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι δεν μπορούμε να πούμε «το πολύ πατρικό μου σπίτι» ή «το πλήρως υπουργικό γραφείο».
Μπορεί να γίνει αρκετή συζήτηση για κάποια επίθετα, αν είναι ή δεν είναι διαβαθμίσιμα, αν μπορούν να έχουν παραθετικά, αν μπορούν να προσδιοριστούν από επιρρήματα όπως πολύ, λίγο, αρκετά, εξαιρετικά κ.λπ.
Πώς αντιδρούμε όταν διαβάζουμε για «το πληρέστερο και τελειότερο λεξικό»; Πρόκειται ασφαλώς για μια διαφημιστική υπερβολή. Είναι και γλωσσική υπερβολή; Ή θα δεχτούμε ότι ελάχιστα πράγματα είναι απόλυτα και ότι τα περισσότερα είναι σχετικά. Σχετικό το πλήρες, γιατί δεν σημαίνει «γεμάτος, που δεν χωράει άλλο», αλλά δεν είναι ακριβώς και «αυτός που δεν του λείπει τίποτα, που περιλαμβάνει όλα όσα πρέπει». Σχετικό και το τέλειο, διότι δεν είναι μόνο «αυτός που δεν έχει λάθη ή ελλείψεις, που βρίσκεται στην πλέον άρτια, εξελιγμένη μορφή του». Η χρήση βάζει πολύ νερό στους απόλυτους ορισμούς των λεξικών. Αλλά τότε ποια επίθετα είναι απόλυτα, 100% μη διαβαθμίσιμα;
Ο μοναδικός. Ο αθάνατος. Ο μοιραίος. Ο τελικός. Ο άπειρος. Το αδύνατο / το ανέφικτο. Και άλλα.
Με τα περισσότερα απ’ αυτά δεν νομίζω να έχουμε σοβαρά προβλήματα. Να σας πω ωστόσο πού σκόνταψα εγώ. Σκόνταψα στα επίθετα όμοιος και παρόμοιος. Αντιλαμβάνομαι ότι το όμοιος είναι σαν τα επίθετα τέλειος και πλήρης. Π.χ. (από το διαδίκτυο) Να παρουσιάσει ένα κείμενο όσο γίνεται πιο όμοιο με το πρωτότυπο. Κατά κανόνα τα μέλη μιας κοινωνίας είναι λίγο πολύ όμοια μεταξύ τους. Το λέει και το λεξικό, άλλωστε: «αυτός που έχει τα ίδια ή περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα (λ.χ. σχήμα, διαστάσεις, μορφή, υφή, ποιότητα, χαρακτήρα κ.λπ.) με άλλον, που δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα από άλλον». Έτσι, δεν ενοχλούμαι, αλλά, όταν γράφω εγώ, το πιθανότερο είναι ότι θα χρησιμοποιήσω το ρήμα μοιάζω: Να παρουσιάσει ένα κείμενο που να μοιάζει όσο γίνεται περισσότερο με το πρωτότυπο. Κατά κανόνα τα μέλη μιας κοινωνίας μοιάζουν λίγο πολύ μεταξύ τους. Ή, αν προσέχω, θα ακριβολογήσω περισσότερο (έχει διαβαθμίσεις το «ακριβολογώ»;): που προσεγγίζει περισσότερο το πρωτότυπο, έχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους.
Θα δεχτώ ότι είμαι λίγο υστερικός εδώ (ελπίζω να είναι διαβαθμίσιμη η υστερία). Στην περίπτωση όμως του παρόμοιος η υστερία χτυπάει κόκκινο.
Λέει, ας πούμε ο άλλος, στο διαδίκτυο: «Είχα πολύ παρόμοια εμπειρία πρόσφατα». Σκέφτομαι εγώ: «Μα, ή όμοια ή παρόμοια (δηλαδή σχεδόν όμοια) ήταν η εμπειρία σου. Πόσες διαβαθμίσεις του γκρίζου πια;»
Ξέρω ότι υπερβάλλω, αλλά αναρωτιέμαι αν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις που σας ενοχλούν, που σας πονοκεφαλιάζουν. Ή μήπως είμαι μόνος μου και να το κοιτάξω, γιατρέ μου;
Στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (§659) υπάρχει η παρακάτω σημείωση, που επαναλαμβάνεται και σε άλλες γραμματικές (η αλήθεια είναι ότι δεν βρήκα παρόμοια σημείωση στην καινούργια γραμματική, μάλλον θεωρείται «ψιλά γράμματα» και ίσως έχουν δίκιο).
Δεν σχηματίζουν παραθετικά ούτε μονολεχτικά ούτε περιφραστικά πολλά επίθετα που σημαίνουν ιδιότητα ή ποιότητα που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι όσα φανερώνουν:
(α) ύλη: ασημένιος, ξύλινος, χρυσός κτλ.
(β) καταγωγή ή συγγένεια: σμυρναίικος, φράγκικος, πατρικός, προγονικός κτλ.
(γ) τόπο ή χρόνο: γήινος, θαλασσινός — τωρινός, αυριανός, κυριακάτικος κτλ.
(δ) διάφορα ακόμη άλλα επίθετα: βυσσινής, μισός, ολόκληρος, απέραντος, αθάνατος, πρωτότοκος, ακίνητος κτλ.
(α) ύλη: ασημένιος, ξύλινος, χρυσός κτλ.
(β) καταγωγή ή συγγένεια: σμυρναίικος, φράγκικος, πατρικός, προγονικός κτλ.
(γ) τόπο ή χρόνο: γήινος, θαλασσινός — τωρινός, αυριανός, κυριακάτικος κτλ.
(δ) διάφορα ακόμη άλλα επίθετα: βυσσινής, μισός, ολόκληρος, απέραντος, αθάνατος, πρωτότοκος, ακίνητος κτλ.
Περισσότερες πληροφορίες βρήκα στη ΓΝΕ, δηλ. τη Γραμματική Κλαίρη–Μπαμπινιώτη (αν και με κόπο γιατί το ευρετήριο είναι συχνά άχρηστο ή παραπλανητικό). Στην §10 διαιρεί τα αφηρημένα ουσιαστικά σε απόλυτα και διαβαθμίσιμα με βάση το κριτήριο της αυξομείωσης. «Η διάκριση που στηρίζεται στην αυξομείωση κλιμακώνεται σ’ ένα συνεχές: από τα απόλυτα που δεν επιδέχονται κανονικά ποσοτικό προσδιορισμό (πολλή ή λίγη ειρήνη! πολλή ή λίγη αιτία!) μέχρι τα διαβαθμίσιμα που επιδέχονται ποσόστωση (πολλή ή λίγη ζέστη). Συχνά τα όρια ανάμεσα στις δύο κατηγορίες δεν είναι σαφή, εξαρτώμενα από το φάσμα των δυνατών χρήσεων». Στα παραδείγματα των απόλυτων (μη διαβαθμίσιμων) ουσιαστικών υπάρχει ακόμα η ξενιτιά και η συμπεριφορά.
Για τη δυνατότητα διαβάθμισης των επιθέτων διαβάζουμε στην §136 της ΓΝΕ ότι τα ταξινομικά επίθετα (αυτά που δηλώνουν ότι το αντικείμενο αναφοράς ανήκει σε ορισμένη κατηγορία ή ορισμένο είδος) δεν επιδέχονται διαβάθμιση (π.χ. η ασιατική γρίπη), ενώ τα περιγραφικά επιδέχονται (π.χ. μεγαλύτερη φάλαινα).
Δεν αποκλείονται παιχνίδια με τη γλώσσα. Η ΓΝΕ αναφέρει την έκφραση «βασιλικότερος του βασιλέως» και το (σχεδόν) οργουελικό «Όλοι είναι ίσοι, μερικοί όμως είναι πιο ίσοι από τους άλλους».
Ακολουθεί στη ΓΝΕ συζήτηση για τα χρώματα και τη διαβάθμισή τους (να προσθέσω το παράδειγμα «λευκότερα λευκά») και η §146 έχει τίτλο Διαβάθμιση (ως προς προσδιορισμούς του ποσού), όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι δεν μπορούμε να πούμε «το πολύ πατρικό μου σπίτι» ή «το πλήρως υπουργικό γραφείο».
Μπορεί να γίνει αρκετή συζήτηση για κάποια επίθετα, αν είναι ή δεν είναι διαβαθμίσιμα, αν μπορούν να έχουν παραθετικά, αν μπορούν να προσδιοριστούν από επιρρήματα όπως πολύ, λίγο, αρκετά, εξαιρετικά κ.λπ.
Πώς αντιδρούμε όταν διαβάζουμε για «το πληρέστερο και τελειότερο λεξικό»; Πρόκειται ασφαλώς για μια διαφημιστική υπερβολή. Είναι και γλωσσική υπερβολή; Ή θα δεχτούμε ότι ελάχιστα πράγματα είναι απόλυτα και ότι τα περισσότερα είναι σχετικά. Σχετικό το πλήρες, γιατί δεν σημαίνει «γεμάτος, που δεν χωράει άλλο», αλλά δεν είναι ακριβώς και «αυτός που δεν του λείπει τίποτα, που περιλαμβάνει όλα όσα πρέπει». Σχετικό και το τέλειο, διότι δεν είναι μόνο «αυτός που δεν έχει λάθη ή ελλείψεις, που βρίσκεται στην πλέον άρτια, εξελιγμένη μορφή του». Η χρήση βάζει πολύ νερό στους απόλυτους ορισμούς των λεξικών. Αλλά τότε ποια επίθετα είναι απόλυτα, 100% μη διαβαθμίσιμα;
Ο μοναδικός. Ο αθάνατος. Ο μοιραίος. Ο τελικός. Ο άπειρος. Το αδύνατο / το ανέφικτο. Και άλλα.
Με τα περισσότερα απ’ αυτά δεν νομίζω να έχουμε σοβαρά προβλήματα. Να σας πω ωστόσο πού σκόνταψα εγώ. Σκόνταψα στα επίθετα όμοιος και παρόμοιος. Αντιλαμβάνομαι ότι το όμοιος είναι σαν τα επίθετα τέλειος και πλήρης. Π.χ. (από το διαδίκτυο) Να παρουσιάσει ένα κείμενο όσο γίνεται πιο όμοιο με το πρωτότυπο. Κατά κανόνα τα μέλη μιας κοινωνίας είναι λίγο πολύ όμοια μεταξύ τους. Το λέει και το λεξικό, άλλωστε: «αυτός που έχει τα ίδια ή περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα (λ.χ. σχήμα, διαστάσεις, μορφή, υφή, ποιότητα, χαρακτήρα κ.λπ.) με άλλον, που δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα από άλλον». Έτσι, δεν ενοχλούμαι, αλλά, όταν γράφω εγώ, το πιθανότερο είναι ότι θα χρησιμοποιήσω το ρήμα μοιάζω: Να παρουσιάσει ένα κείμενο που να μοιάζει όσο γίνεται περισσότερο με το πρωτότυπο. Κατά κανόνα τα μέλη μιας κοινωνίας μοιάζουν λίγο πολύ μεταξύ τους. Ή, αν προσέχω, θα ακριβολογήσω περισσότερο (έχει διαβαθμίσεις το «ακριβολογώ»;): που προσεγγίζει περισσότερο το πρωτότυπο, έχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους.
Θα δεχτώ ότι είμαι λίγο υστερικός εδώ (ελπίζω να είναι διαβαθμίσιμη η υστερία). Στην περίπτωση όμως του παρόμοιος η υστερία χτυπάει κόκκινο.
Λέει, ας πούμε ο άλλος, στο διαδίκτυο: «Είχα πολύ παρόμοια εμπειρία πρόσφατα». Σκέφτομαι εγώ: «Μα, ή όμοια ή παρόμοια (δηλαδή σχεδόν όμοια) ήταν η εμπειρία σου. Πόσες διαβαθμίσεις του γκρίζου πια;»
Ξέρω ότι υπερβάλλω, αλλά αναρωτιέμαι αν υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις που σας ενοχλούν, που σας πονοκεφαλιάζουν. Ή μήπως είμαι μόνος μου και να το κοιτάξω, γιατρέ μου;