Σύμφωνα με το Λεξισκόπιο (και όχι μόνο), το έλκω δεν έχει άλλους χρόνους. Έναν ξερό παρατατικό του μεσοπαθητικού έλκομαι δίνει (ελκόμουν).
Χρόνους έχουν το ελκύω και τα σύνθετά του (προσελκύω, καθελκύω κ.λπ.).
Για την ακρίβεια, όμως: το αρχαίο έλκω είχε αόριστο είλκυσα και από το είλκυσα προήλθε το μεταγενέστερο ελκύω, που έδωσε και τα σύνθετα.
Στα νεοελληνικά πλέον, ο αόριστος του ελκύω είναι έλκυσα (για πολλούς είναι ακόμα αχώνευτοι αυτοί οι αόριστοι) ή ο λόγιος είλκυσα και του προσελκύω, προσείλκυσα ή προσέλκυσα. Δεν είναι σωστοί οι τύποι *προσήλκυσε / *προσήλκυσαν.
Επίσης: Το ΛΚΝ περιλαμβάνει λήμματα παρέλκυση, παρελκυστικός, όχι όμως ρήμα παρελκύω, που σημαίνει «τρενάρω» (delay, obstruct). Το ρήμα υπάρχει στο ΛΝΕΓ και στο Μείζον. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα πολλά παραδείγματα.
Σε όλα τα λεξικά υπάρχει πάντως το παρέλκει, με τη σημασία του «περιττεύει» (is needless / unnecessary).
Χρόνους έχουν το ελκύω και τα σύνθετά του (προσελκύω, καθελκύω κ.λπ.).
Για την ακρίβεια, όμως: το αρχαίο έλκω είχε αόριστο είλκυσα και από το είλκυσα προήλθε το μεταγενέστερο ελκύω, που έδωσε και τα σύνθετα.
Στα νεοελληνικά πλέον, ο αόριστος του ελκύω είναι έλκυσα (για πολλούς είναι ακόμα αχώνευτοι αυτοί οι αόριστοι) ή ο λόγιος είλκυσα και του προσελκύω, προσείλκυσα ή προσέλκυσα. Δεν είναι σωστοί οι τύποι *προσήλκυσε / *προσήλκυσαν.
Επίσης: Το ΛΚΝ περιλαμβάνει λήμματα παρέλκυση, παρελκυστικός, όχι όμως ρήμα παρελκύω, που σημαίνει «τρενάρω» (delay, obstruct). Το ρήμα υπάρχει στο ΛΝΕΓ και στο Μείζον. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα πολλά παραδείγματα.
Σε όλα τα λεξικά υπάρχει πάντως το παρέλκει, με τη σημασία του «περιττεύει» (is needless / unnecessary).