Αν κοιτάξετε τη Γραμματική της Αρχαίας του Τζάρτζανου (ή στη Lexigram την κλίση των αρχαίων ρημάτων), θα δείτε ότι οι κλασικοί δεν είχαν έλειψα, μόνο έλιπον, αόριστο β΄ (που καλό είναι να διαβάζεται «δεύτερος αόριστος», όχι «αόριστος βήτα» ή «αόριστος βου» ή... «αόριστος ο δεύτερος»). Από το θέμα αυτού του έλιπον φτιάχτηκαν τα διάφορα λιπόθυμος, λιποτάκτης, ελλιπής (και όχι *ελλειπής!) κτλ. Βέβαια, οι αρχαίοι αλλιώς πρόφεραν το έλειπον του παρατατικού και αλλιώς το έλιπον του αόριστου β΄. Οι επίγονοί τους έφεραν στη γλώσσα το έλειψα και λύθηκε το πρόβλημα (πρόβλημα που δεν έχουν άλλοι δεύτεροι αόριστοι όπως π.χ. έπαθα, έμαθα, έλαβα κτλ.).
Σαν τα λείπω – έλειψα είναι και τα εγκαταλείπω και παραλείπω: εγκατέλειψα και παρέλειψα (ή εγκατάλειψα και παράλειψα, καθώς χάνουμε και την εσωτερική χρονική αύξηση σιγά σιγά).
Ας έρθουμε όμως στα δύσκολα: τι γίνεται με το καταλείπω; Εκεί φαίνεται ότι έχουμε μόνο αόριστο β΄ — ή έτσι λένε τα λεξικά. Σε παλιότερους συγγραφείς μπορεί να βρούμε κατέλειψε, αλλά σήμερα λέμε μόνο: Κατέλιπε την περιουσία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα (ΛΝΕΓ).
Με το απολείπω τι γίνεται; Εδώ τα λεξικά χωρίζουν τους δρόμους τους. Σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, το σπάνιο απολείπω έχει μόνο αόριστο β΄ απέλιπον: Δεν με απέλιπαν το θάρρος και η πίστη στον Θεό. Σύμφωνα με το ΛΚΝ, έχει μόνο απόλειψα. Στο λεξικό του Γεωργακά υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα:
το μικρόβιο της πολιτικής δεν απόλειψε ποτέ από το ναυτικό (Karagatsis)
άντρας, γυναίκα, παιδί, κανένας δεν απόλειψε, όλο το νησί είχε μαζωχτεί (Manglis)
δεν απόλειψεν από τους Bυζαντινούς η θέληση και η ελπίδα της ανάστασης (MChatzidakis)
οι θροφές απολείψανε τώρα τελευταία (Petsalis)
το λάδι απόλειψε (Prevelakis)
την ώρα που μου χρειάστηκε η καλοσύνη της μ' απόλειψε (Nirvanas)
το απελπισμένο κυνήγι μιας αγνής ψυχής για το ιδανικό, δεν απόλειψε το Bασίλη ως το τέλος της ζωής του (Karagatsis)
Όμως τη δουλειά του απόλειψε την κάνει συνήθως το έλειψε, οπότε δεν κάθονται πολλοί να προβληματιστούν…
Έχουμε και το εκλείπω, που είδαμε προχτές [εδώ].
Νά που τα λεξικά ξανασυμφωνούν: ΛΚΝ και ΛΝΕΓ λένε ότι το εκλείπω έχει μόνο αόριστο β΄. Δηλαδή έχουμε:
παρατατικό: εξέλειπα, εξέλειπες, εξέλειπε, εκλείπαμε, εκλείπατε, εξέλειπαν
αόριστο β΄: εξέλιπα (ευτυχώς όχι εξέλιπον), εξέλιπες, εξέλιπε, εκλίπαμε, εκλίπατε, εξέλιπαν
Ακουστικά, καμιά διαφορά ανάμεσα σε παρατατικό και αόριστο!
Στο ΛΚΝ το παράδειγμα λέει:
Εξέλιπε μάλλον ο κίνδυνος νέας σεισμικής δόνησης.
Στο ΛΝΕΓ βρήκα παραδείγματα και σε άλλα λήμματα:
Εξέλιπε πλέον η αιδώς από την πολιτική ζωή τής χώρας.
Καθώς εξέλιπαν οι συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία του, ο νόμος αυτός έγινε πλέον γράμμα κενό.
Οι Η.Π.Α. κινούνται ανενόχλητες στην παγκόσμια σκακιέρα από τότε που εξέλιπε το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ένωσης.
Εξέλιπαν οι λόγοι διαφωνίας του.
Εξέλιπαν τα ανώτερα ηθικά πρότυπα που θα ενέπνεαν τη νεολαία.
Εξέλιπε μάλλον ο κίνδυνος νέας σεισμικής δόνησης.
Ας μην ξεχνάμε ότι από αυτόν τον αόριστο β΄ προέκυψε και ο εκλιπών και η εκλιπούσα.
Μια λύση για να ξεφύγουμε από τα ομόηχα είναι ο παρακείμενος:
Έχει εκλείψει κάθε ελπίδα.
Πολλά είδη πουλιών έχουν εκλείψει.
Ωστόσο, η γλώσσα έχει πάλι δώσει τις δικές της λύσεις, που τις ξέχασαν τα λεξικά και τη θυμάται μόνο το Lexiscope:
εξέλειψα & εξέλιπα λόγ.
εξέλειψες & εξέλιπες λόγ.
εξέλειψε & εξέλιπε λόγ.
εκλείψαμε
εκλείψατε
εξέλειψαν & εξέλιπαν λόγ. & εκλείψαν προφ. & εκλείψανε προφ.
Τι να προτιμήσουμε όταν γράφουμε; Εγώ δεν έχω πρόβλημα να πω «ο εκλιπών» ή «έχουν εκλείψει», αλλά σε άλλες περιπτώσεις, αν έχω επιμελητή και δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, μπορεί να αναζητήσω άλλη λύση, δηλαδή να μη γράψω ούτε εξέλιπε ούτε εξέλειψε.
Σαν τα λείπω – έλειψα είναι και τα εγκαταλείπω και παραλείπω: εγκατέλειψα και παρέλειψα (ή εγκατάλειψα και παράλειψα, καθώς χάνουμε και την εσωτερική χρονική αύξηση σιγά σιγά).
Ας έρθουμε όμως στα δύσκολα: τι γίνεται με το καταλείπω; Εκεί φαίνεται ότι έχουμε μόνο αόριστο β΄ — ή έτσι λένε τα λεξικά. Σε παλιότερους συγγραφείς μπορεί να βρούμε κατέλειψε, αλλά σήμερα λέμε μόνο: Κατέλιπε την περιουσία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα (ΛΝΕΓ).
Με το απολείπω τι γίνεται; Εδώ τα λεξικά χωρίζουν τους δρόμους τους. Σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, το σπάνιο απολείπω έχει μόνο αόριστο β΄ απέλιπον: Δεν με απέλιπαν το θάρρος και η πίστη στον Θεό. Σύμφωνα με το ΛΚΝ, έχει μόνο απόλειψα. Στο λεξικό του Γεωργακά υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα:
το μικρόβιο της πολιτικής δεν απόλειψε ποτέ από το ναυτικό (Karagatsis)
άντρας, γυναίκα, παιδί, κανένας δεν απόλειψε, όλο το νησί είχε μαζωχτεί (Manglis)
δεν απόλειψεν από τους Bυζαντινούς η θέληση και η ελπίδα της ανάστασης (MChatzidakis)
οι θροφές απολείψανε τώρα τελευταία (Petsalis)
το λάδι απόλειψε (Prevelakis)
την ώρα που μου χρειάστηκε η καλοσύνη της μ' απόλειψε (Nirvanas)
το απελπισμένο κυνήγι μιας αγνής ψυχής για το ιδανικό, δεν απόλειψε το Bασίλη ως το τέλος της ζωής του (Karagatsis)
Όμως τη δουλειά του απόλειψε την κάνει συνήθως το έλειψε, οπότε δεν κάθονται πολλοί να προβληματιστούν…
Έχουμε και το εκλείπω, που είδαμε προχτές [εδώ].
Νά που τα λεξικά ξανασυμφωνούν: ΛΚΝ και ΛΝΕΓ λένε ότι το εκλείπω έχει μόνο αόριστο β΄. Δηλαδή έχουμε:
παρατατικό: εξέλειπα, εξέλειπες, εξέλειπε, εκλείπαμε, εκλείπατε, εξέλειπαν
αόριστο β΄: εξέλιπα (ευτυχώς όχι εξέλιπον), εξέλιπες, εξέλιπε, εκλίπαμε, εκλίπατε, εξέλιπαν
Ακουστικά, καμιά διαφορά ανάμεσα σε παρατατικό και αόριστο!
Στο ΛΚΝ το παράδειγμα λέει:
Εξέλιπε μάλλον ο κίνδυνος νέας σεισμικής δόνησης.
Στο ΛΝΕΓ βρήκα παραδείγματα και σε άλλα λήμματα:
Εξέλιπε πλέον η αιδώς από την πολιτική ζωή τής χώρας.
Καθώς εξέλιπαν οι συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία του, ο νόμος αυτός έγινε πλέον γράμμα κενό.
Οι Η.Π.Α. κινούνται ανενόχλητες στην παγκόσμια σκακιέρα από τότε που εξέλιπε το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ένωσης.
Εξέλιπαν οι λόγοι διαφωνίας του.
Εξέλιπαν τα ανώτερα ηθικά πρότυπα που θα ενέπνεαν τη νεολαία.
Εξέλιπε μάλλον ο κίνδυνος νέας σεισμικής δόνησης.
Ας μην ξεχνάμε ότι από αυτόν τον αόριστο β΄ προέκυψε και ο εκλιπών και η εκλιπούσα.
Μια λύση για να ξεφύγουμε από τα ομόηχα είναι ο παρακείμενος:
Έχει εκλείψει κάθε ελπίδα.
Πολλά είδη πουλιών έχουν εκλείψει.
Ωστόσο, η γλώσσα έχει πάλι δώσει τις δικές της λύσεις, που τις ξέχασαν τα λεξικά και τη θυμάται μόνο το Lexiscope:
εξέλειψα & εξέλιπα λόγ.
εξέλειψες & εξέλιπες λόγ.
εξέλειψε & εξέλιπε λόγ.
εκλείψαμε
εκλείψατε
εξέλειψαν & εξέλιπαν λόγ. & εκλείψαν προφ. & εκλείψανε προφ.
Τι να προτιμήσουμε όταν γράφουμε; Εγώ δεν έχω πρόβλημα να πω «ο εκλιπών» ή «έχουν εκλείψει», αλλά σε άλλες περιπτώσεις, αν έχω επιμελητή και δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, μπορεί να αναζητήσω άλλη λύση, δηλαδή να μη γράψω ούτε εξέλιπε ούτε εξέλειψε.