Αντιλαμβάνομαι το πρόβλημα: και αποκατάσταση της υγείας και αποκατάσταση της βλάβης; Ωστόσο, είναι διπλή σημασία, έστω κι αν τα έχει μαζί το ΛΝΕΓ:
αποκαθιστώ: 1 επαναφέρω (κάποιον/κάτι) στην αρχική (καλύτερη) κατάσταση, επανορθώνω: αποκατέστησε αμέσως τη ζημιά που είχε προκαλέσει.
Πριν από τη
ζημιά θα έπρεπε να υπάρχει κι ένα παράδειγμα π.χ.
για να αποκαταστήσει την (καλή) λειτουργία...
Όπως έχουμε
επανόρθωση μιας βλάβης, έτσι έχουμε και
αποκατάστασή της. Παραδείγματα από τα λεξικά:
ΛΝΕΓ
αποκατάσταση: (5) η διόρθωση (βλάβης): η αποκατάσταση των ζημιών
επανόρθωση (η) 1. η αποκατάσταση με δικά μου μέσα λάθους, βλάβης κ.λπ.
επούλωση (η) η αποκατάσταση τής βλάβης που έχει προκληθεί σε ιστό ή όργανο από τραυματισμό.
πλαστικός: πλαστική επανορθωτική κλάδος τής πλαστικής χειρουργικής που αποβλέπει στην αποκατάσταση φθοράς ή βλάβης που προκαλείται κυρ. από ατυχήματα.
ΛΚΝ
διόρθωση: αποκατάσταση μιας βλάβης, βελτίωση μιας ατέλειας, ενός ελαττώματος
Ρίξε μια ματιά και στην κλίση του
αποκαθιστώ.