Περίοδος πυρκαγιών το καλοκαίρι, οπότε πιο επίκαιρο το πολύλημμα: κατασβήνω, κατασβένω, κατασβαίνω ή κατασβύνω;
Γρήγορη απάντηση: Το κατασβήνω είναι το σίγουρο σωστό, το κατασβένω είναι σωστό αν έχετε τον Μπαμπινιώτη συνήγορο, ενώ τα *κατασβαίνω και *κατασβύνω είναι εντελώς λάθος.
Πιθανή εξήγηση για το λάθος: (ΣτΖ: Για να βρείτε γκουγκλιές τού *κατασβαίνω, ψάξτε στο γ' πρόσωπο.) Στο Αντίστροφο Λεξικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) υπάρχουν 110 (!) εγγραφές σε -βαίνω, ενώ μόλις δύο (τα σβένω & αποσβένω) σε -βένω, άρα αναμενόμενο είναι κάποιοι να γράψουν με -βαίνω όποιο ρήμα ακούν σε /véno/. Με την ευκαιρία, παρατηρείτε κι ότι δεν έχει το κατασβένω. Επίσης, το συγκεκριμένο έργο αναφοράς έχει και το αποσβεννύω, αλλά όχι το κατασβεννύω. Τέλος, σε -βήνω έχει 19 εγγραφές, όλες τους σύνθετα του σβήνω (μέσα σε αυτά, εννοείται, και το κατασβήνω). Όσον αφορά τη γραφή κατασβύνω (η οποία είναι ομολογουμένως σπανιότατη· κι ένα «κατασβύνει» στα Λυρικά τού Αθ. Χριστόπουλου είναι αναμενόμενη ορθογραφία για τα 1833) παλιότερα υπήρχε η λανθασμένη γραφή σβύνω (κ. σβύσιμο, σβυστός, σβυσμένος) για την οποία έχει σχετικό πλαίσιο το ΛΝΕΓ· ως λαθεμένη ορθογραφία λημματογραφεί κι ο Γεωργακάς το *αποσβύνω.
Αναλυτικότερη απάντηση: Κάποτε υπήρχε το σβέννυμι, το οποίο μας έδωσε το ρήμα σβήνω (με την ίδια σημασία) μέσω του αοριστικού θέματος (εξ ου και το ήτα στην ορθογράφηση της λέξης). Την περίοδο της καθαρεύουσας οι λόγιοι χρησιμοποιούσαν το σβεννύω, γι' αυτό και λ.χ. στο Πρωίας και στον Βοσταντζόγλου θα βρείτε λήμμα κατασβεννύω / κατασβήνω. Οπότε, εκείνη την εποχή, είχαμε τους λόγιους τύπους κατασβεννύω (κ. αποσβεννύω), και τους κοινούς κατασβήνω (κ. αποσβήνω).
Το αποσβήνω μάς είναι χρήσιμο επειδή:
Προσωπικά λοιπόν καταλήγω στα εξής:
Γρήγορη απάντηση: Το κατασβήνω είναι το σίγουρο σωστό, το κατασβένω είναι σωστό αν έχετε τον Μπαμπινιώτη συνήγορο, ενώ τα *κατασβαίνω και *κατασβύνω είναι εντελώς λάθος.
Πιθανή εξήγηση για το λάθος: (ΣτΖ: Για να βρείτε γκουγκλιές τού *κατασβαίνω, ψάξτε στο γ' πρόσωπο.) Στο Αντίστροφο Λεξικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) υπάρχουν 110 (!) εγγραφές σε -βαίνω, ενώ μόλις δύο (τα σβένω & αποσβένω) σε -βένω, άρα αναμενόμενο είναι κάποιοι να γράψουν με -βαίνω όποιο ρήμα ακούν σε /véno/. Με την ευκαιρία, παρατηρείτε κι ότι δεν έχει το κατασβένω. Επίσης, το συγκεκριμένο έργο αναφοράς έχει και το αποσβεννύω, αλλά όχι το κατασβεννύω. Τέλος, σε -βήνω έχει 19 εγγραφές, όλες τους σύνθετα του σβήνω (μέσα σε αυτά, εννοείται, και το κατασβήνω). Όσον αφορά τη γραφή κατασβύνω (η οποία είναι ομολογουμένως σπανιότατη· κι ένα «κατασβύνει» στα Λυρικά τού Αθ. Χριστόπουλου είναι αναμενόμενη ορθογραφία για τα 1833) παλιότερα υπήρχε η λανθασμένη γραφή σβύνω (κ. σβύσιμο, σβυστός, σβυσμένος) για την οποία έχει σχετικό πλαίσιο το ΛΝΕΓ· ως λαθεμένη ορθογραφία λημματογραφεί κι ο Γεωργακάς το *αποσβύνω.
Αναλυτικότερη απάντηση: Κάποτε υπήρχε το σβέννυμι, το οποίο μας έδωσε το ρήμα σβήνω (με την ίδια σημασία) μέσω του αοριστικού θέματος (εξ ου και το ήτα στην ορθογράφηση της λέξης). Την περίοδο της καθαρεύουσας οι λόγιοι χρησιμοποιούσαν το σβεννύω, γι' αυτό και λ.χ. στο Πρωίας και στον Βοσταντζόγλου θα βρείτε λήμμα κατασβεννύω / κατασβήνω. Οπότε, εκείνη την εποχή, είχαμε τους λόγιους τύπους κατασβεννύω (κ. αποσβεννύω), και τους κοινούς κατασβήνω (κ. αποσβήνω).
Το αποσβήνω μάς είναι χρήσιμο επειδή:
- Ο Γεωργακάς λημματογραφεί μόνον το αποσβήνω και όχι το αποσβένω που θα βρείτε σε ΛΚΝ & ΛΝΕΓ να είναι ο μοναδικός τύπος της λέξης σήμερα· στον Γεωργακά το αποσβήνω έχει και τη σημασία "σβήνω εντελώς", και τη σημασία "εξαλείφω (π.χ. χρέος)", και τη σημασία "κάνω απόσβεση".
- Τα σημερινά μείζονα λεξικά έχουν κρατήσει μόνο τις δύο τελευταίες από τις προαναφερθείσες σημασίες, και λημματογραφούν μόνο το αποσβένω· δεν υπάρχει σύμφωνα με αυτά στα σημερινά ελληνικά το αποσβήνω με τις συγκεκριμένες σημασίες (σημειώνω ότι έχει και σχετικό πλαίσιο το ΛΝΕΓ αναφέροντας πως και πάλι το αποσβένω έχει πολύ περιορισμένη χρήση σε σχέση με την περίφραση «κάνω απόσβεση»).
- Ωστόσο σε επίσημο επίπεδο ύφους θα βρούμε να χρησιμοποιείται το αποσβήνω — κι ας μην το δέχεται, αν όχι ο Μπαμπινιώτης, έστω η σχολική ορθογραφία: Εντελώς ενδεικτικά, και μόνο από τη Λεξιλογία, ας παραπέμψω στο Άρθρο 229 ΠΚ και στην Απόφαση 5514/2003 Εφετείου Αθηνών.
- Το ΕΛΝΕΓ (όπου επίσης υπάρχει πλαίσιο με σχόλιο για την παλαιότερη ορθογραφία *σβύνω) ακολουθεί διαφορετική γραμμή από τα ΛΝΕΓ / ΛΣΓ, παρόλο που κι αυτό προέρχεται από το Κέντρο Λεξικολογίας: Δεν έχει υπολήμμα αποσβένω στο λήμμα απόσβεση, αλλά έχει το αποσβήνω στο λήμμα σβήνω (όπου δέχεται μόνο -σβήνω, όχι -σβένω).
- Επομένως, πώς οδηγηθήκαμε από τη μονοκρατορία τού αποσβήνω (ως συντρόφου του αποσβεννύω στην κοινή νεοελληνική) στη σημερινή απόλυτη κυριαρχία τού αποσβένω; Η πιο εύλογη εξήγηση φαίνεται να είναι η ισχυρή έλξη από το έψιλον της λέξης «απόσβεση» σε συνδυασμό με το ότι ο ομιλητής που αναζητά λόγιο τύπο τής λέξης είναι εύκολο να οδηγηθεί από το αποσβεννύω (λ.χ. αποσβέννυται· άσε που πολλοί —μεταξύ των οποίων κι ο ορθογράφος τού Word— γράφουν αποσβεννύεται) στο αποσβένω (κ. αποσβένεται).
- Ακριβώς ο ίδιος μηχανισμός (καθότι η κλισαρισμένη σύναψη «κατάσβεση φωτιάς / πυρκαγιάς» είναι συνηθέστατη) μπορεί να λειτουργήσει και στην περίπτωση του κατασβήνω, κι έτσι να έχουμε το κατασβένω. Τι λένε επ' αυτού τα έργα αναφοράς; Το ΛΚΝ (άρα και η σχολική ορθογραφία), καθώς και τα ΕΛΝΕΓ και ΛΣΑΝΕΓ (του Κέντρου Λεξικολογίας), λημματογραφούν μόνο το κατασβήνω (το ΛΣΑΝΕΓ μάλιστα με τη σήμανση "λόγιο", η οποία στο ΛΝΕΓ πάει στο κατασβένω) και δεν έχουν καθόλου το κατασβένω, ούτε υπάρχει στο Λεξισκόπιο, ούτε αναγνωρίζεται από τον ορθογράφο τού Word — στα προαναφερθέντα, όπως είπαμε, έχουμε μόνον το κατασβήνω. Αντιθέτως, τα ΛΝΕΓ/ΛΣΓ δίνουν το κατασβένω ως λόγιο ισοδύναμο του κατασβήνω, ενώ υπάρχει και στην Ελληνομάθεια ως παράλληλος τύπος του.
- Στα ευρήματα του Διαδικτύου κυκλοφορεί κανονικά το κατασβένω, αλλά ειδικά στην υποτακτική αορίστου (π.χ. κατασβέσει, κατασβέσουν) ανταγωνίζεται έντονα το κατασβήνω (που δίνει αντίστοιχα κατασβήσει, κατασβήσουν) και δείχνει να υπερισχύει κάπως. Το στοιχείο αυτό φρονώ πως ενισχύει την υπόθεσή μου ότι το ουσιαστικό «κατάσβεση» (καθότι η υποτακτική αορίστου έχει το σίγμα) ασκεί έλξη υπέρ του τύπου κατασβένω (κατασβέσω), γεγονός που πιστεύω πως συνέβη και στην περίπτωση του αποσβένω (αποσβέσω) λόγω του «απόσβεση».
Προσωπικά λοιπόν καταλήγω στα εξής:
- Το κατασβένω είναι μια αναλογική κατασκευή που καλό είναι να την δεχθούμε ως παράλληλο τύπο τού κατασβήνω.
- Το αποσβήνω συνεχίζει να χρησιμοποιείται κανονικά, οπότε καλό είναι να συμπεριληφθεί στα λεξικά ως παράλληλος τύπος τού αποσβένω.