Στο ΛΝΕΓ, μόνο με τη σημασία του λυτού, του αμολημένου:
απολυτός, -ή, -ό [μεσν.] αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, που δεν είναι υπό επίβλεψη: είχε τον σκύλο απολυτό. — απόλυτα επίρρ.
Μια και πιάσαμε ωστόσο την εκκλησιαστική σημασία (της περιόδου που λύνεται η νηστεία), αξίζει να βάλουμε εδώ το...