Είναι λέξη κρητική (νομίζω), από το τρίβω (υποθέτω, αλλά μην το δέσετε κόμπο).
Έναν καλό ορισμό βρήκα εδώ:
τριβίδια, τριβιδάκια αρτίδια προς χάρη των παιδιών (τα έφτιαχναν από τα υπολείμματα ζύμης στη σκάφη του ζυμωτού). Αργότερα, τα τριβίδια φτιάχνονταν σε επαγγελματικούς φούρνους με «χάσικο»...