rare words

  1. nickel

    περιχώρηση, αλληλοπεριχώρηση

    Πρώτα απ’ όλα, η περιχώρηση στη θεολογία. Από το παπυρολεξικό: περιχωρώ α) (για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και την...
  2. nickel

    αδολεσχία

    Αδολεσχία. Από τις αγαπημένες λέξεις για κουίζ. Δεν έχει καμία απολύτως διαφάνεια (δεν έχει σχέση με τον δόλο), είναι σπάνια (υπάρχει στο ΛΝΕΓ αλλά όχι στο ΛΚΝ) και σπάνια βοηθούν τα συμφραζόμενα. Όπως π.χ. στο χτεσινό άρθρο του Νίκου Ξυδάκη (πρέπει να είναι από τις αγαπημένες δύσκολες λέξεις...
  3. nickel

    floccinaucinihilipilification

    Floccinaucinihilipilification. Ας πούμε «μηδαμινοποίηση». Ή κάτι καλύτερο που θα πείτε εσείς. Προφανώς είναι λέξη που φτιάχθηκε όχι για να χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση. Σύμφωνα με το Wiktionary: A jocular coinage, apparently by pupils at Eton, combining a number of roughly synonymous...
  4. nickel

    atomy

    Κουιζάκι για να αρχίσει ευχάριστα η μέρα σας. (α) Ποια είναι η σημασία της λέξης atomy, όπως στα παρακάτω παραδείγματα; (β) Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης; You starved blood-hound! […] Thou atomy, thou! (Shakespeare, Henry IV, Part 2, 1597) He is among the Otamys at Surgeon's Hall. (John...
  5. nickel

    σεφέρι = expeditionary force

    σεφέρι = εκστρατευτικό στρατιωτικό σώμα [από το τουρκικό sefer «εκστρατεία»] («να 'ρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι», δημ. τραγούδι) Είδα να κυκλοφορεί αυτό και κάγχασα...
  6. nickel

    titivate = περιποιούμαι, ευπρεπίζω, καλλωπίζω, τακτοποιώ, σενιάρω, σιάζω, σουλουπώνω

    titivate /ˈtɪtɪveɪt/ verb [with object] • make minor enhancements to: she slapped on her warpaint and titivated her hair • (titivate oneself) make oneself look smart: he was titivating himself, slicking his hair and freshening his breath [no object]: Grace had titivated in the bathroom Origin...
  7. nickel

    perissology = περιττολογία

    I come to this word in the hope that the piece you are about to read won’t be an example of it. Perissology means using more words than necessary to explain one’s meaning, a pleonasm. Since perissology is three letters longer than pleonasm but means the same, you may argue it’s an example of the...
  8. nickel

    stickability (US stick-to-itiveness)

    Στο 2ο επεισόδιο της 5ης σεζόν του Hustle διαμείβεται ο εξής διάλογος ανάμεσα στον Μίκι, τον αρχηγό των απατεώνων, και την Έμμα, την καινούργια συνεργάτιδά του. M: You can’t give in. Not after two goes. E: Why not? M: It shows a distinct lack of stickability. E: Stickability? That’s not even a...
  9. nickel

    απολυτός

    Στο ΛΝΕΓ, μόνο με τη σημασία του λυτού, του αμολημένου: απολυτός, -ή, -ό [μεσν.] αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, που δεν είναι υπό επίβλεψη: είχε τον σκύλο απολυτό. — απόλυτα επίρρ. Μια και πιάσαμε ωστόσο την εκκλησιαστική σημασία (της περιόδου που λύνεται η νηστεία), αξίζει να βάλουμε εδώ το...
  10. nickel

    learned

    learned Pronunciation: /ˈləːnɪd/ adjective (of a person) having acquired much knowledge through study: a learned, generous, and notoriously absent-minded man - showing, requiring, or characterized by learning; scholarly: an article in a learned journal - British used as a courteous description...
  11. nickel

    οροπαραγωγικός

    Στο πολύ όμορφο ημερολόγιο που έφτιαξε ένας φίλος για λογαριασμό φαρμακευτικής εταιρείας με γενικό θέμα την ιστορία της ευλογιάς και της καταπολέμησής της, βλέπω στο εξώφυλλο μια εικόνα του 1929, σχέδιο αρχιτέκτονα προφανώς, με τίτλο «ΟΡΡΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΘΗΝΩΝ». Στο εσώφυλλο η σημερινή...
  12. nickel

    σμερδαλέος = terrible (to look on or hear), horrible, fearful

    Αν δεν έχετε διαβάσει Όμηρο (φροντίζοντας να θυμάστε και τι διαβάσατε), θα δυσκολευτείτε να διαβάσετε και τον Κασιμάτη. Αν πάντως διαβάσετε τον σημερινό Κασιμάτη και δεν έχετε κατάλληλο λεξικό δίπλα σας, σπεύδω να σας βοηθήσω: Ανάμεσα σε αυτά τα φρικώδη, όμως, ανακαλύπτω και κάτι, το οποίο -εν...
  13. nickel

    solatium = αποζημίωση (ιδ. για ψυχική οδύνη), (νομ.) ικανοποίηση ψυχικής οδύνης

    Όχι, δεν είναι λεξιπλασία της Washington Post, που αλλάζεις ένα γράμμα στο solarium και φτιάχνεις καινούργια λέξη. Είναι παμπάλαια λέξη, που με έκπληξη βλέπω ότι κρατάει καλά (σημερινή λέξη της ημέρας σε έναν ιστότοπο). Γενικώς, η αποζημίωση (επειδή δίνεται για παρηγοριά), ειδικότερα η...
  14. nickel

    Ollendorffian = αφύσικος, επιτηδευμένος, όπως στη Μέθοδο του Ολενδόρφου, "ολενδορφικός"

    Αυτό ομολογώ ότι δεν το ήξερα, ήταν πριν από τη δική μου εποχή (που ήταν η εποχή του Λινγκουαφόν). Η Μέθοδος του Ολλενδόρφου (τον γράφω και με τα δύο -λ- εδώ, όπως μεταγραφόταν εκείνη την εποχή) ήταν διεθνώς γνωστή μέθοδος εκμάθησης ξένων γλωσσών. Η...
  15. nickel

    rocambolesque = ροκαμβολικός, φανταστικός, απίθανος

    Το κείμενο του εκδότη Γ. Δ. Φέξη (1902) μού θύμισε τον Ροκαμβόλ, ο οποίος ήταν γνωστός μέχρι το 1960 περίπου, έπειτα εξαφανίστηκε εντελώς. Κοίταξα και στα λεξικά και δεν βρήκα πουθενά το επίθετο ροκαμβολικός, που όμως το θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαν για να αναφερθούν σε «ροκαμβολικές...
  16. nickel

    thrasonical = φανφαρονίστικος, μεγαλόστομος, στομφώδης

    thrasonical = φανφαρονίστικος, φανφαρονικός, μεγαλόστομος, στομφώδης, πομπώδης, κομπαστικός Από τον Θράσωνα (Thraso), ήρωα του Ευνούχου του Τερέντιου. Στο OED: Thraso ('θreɪsəʊ) Pl. -os, -oes, also as L., Thrasones (-'əʊni:z). [L., ad. Gr. Θράσων, name of a braggart soldier in Terence’s...
  17. nickel

    you drivelling, anorchous imbecile

    Παρακολουθούσα το τέταρτο από τα τέσσερα επεισόδια της μίνι σειράς Lost in Austen (ITV, 2008), στην οποία μια κοπελιά των ημερών μας που λατρεύει την Τζέιν Όστιν ταξιδεύει ξαφνικά στο χωροχρόνο και βρίσκεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη τού Pride and Prejudice. Οι χαρακτήρες, τα...
  18. nickel

    ανειμένος = slack, loose

    Καλημέρα. Δεν θα βρείτε τον όρο σε άλλα λεξικά εκτός από το ΛΝΕΓ (και το Σχολικό!) ή των αρχαίων: ανειμένος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα: ~ λόγος / συνείδηση / στάση | ~ καθαρεύουσα / δημοτική ΣΥΝ. χαλαρός. [ΕΤΥΜ. Μτχ. παθ. παρακ. τού αρχ. ρ. ανίημι «χαλαρώνω», βλ. λ...
  19. nickel

    burke = θανατώνω με ασφυξία, πνίγω | (μτφ.) συγκαλύπτω, αποκρύπτω, κν. πνίγω, θάβω

    Προ ημερών είδα τη μάλλον μέτρια ταινία Burke and Hare με τον Σάιμον Πεγκ. Μαύρη κωμωδία ή μαύρο χάλι, πάντως ενημερώθηκα για το ζεύγος των δολοφόνων που ζούσαν από το εμπόριο πτωμάτων που ήταν ζωντανοί άνθρωποι μέχρι που έπεφταν πάνω στον Μπερκ και τον Χέαρ. (Αυτούς, αλήθεια, τους λέμε σίριαλ...
  20. nickel

    αβληχρός = weak, feeble | mild

    Καλημέρα. Γράφει στο σημερινό του Ξυδάκη στην Καθημερινή, για τις καλοκαιρινές μυρωδιές: Σε ποτηράκια, σε μπολ και σε πιατάκια με νερό, γαρδένιες υπόλευκες σκορπούν τη μέθη τους· φούλια λεπταίσθητα· γιασεμιά περασμένα σε κλωστή ή καρφωμένα σε πευκοβελόνες, φέγγουν καθώς δροσερό απλώνει το...
Top