thrasonical = φανφαρονίστικος, φανφαρονικός, μεγαλόστομος, στομφώδης, πομπώδης, κομπαστικός
Από τον Θράσωνα (Thraso), ήρωα του Ευνούχου του Τερέντιου. Στο OED:
Thraso ('θreɪsəʊ) Pl. -os, -oes, also as L., Thrasones (-'əʊni:z).
[L., ad. Gr. Θράσων, name of a braggart soldier in Terence’s...