dance

  1. nickel

    twerking

    Ο όρος είναι τόσο νέος που στο Onelook.com δεν έχουν πάρει ακόμα χαμπάρι ότι κάποιοι ιστότοποι τον έχουν προσθέσει στο λημματολόγιό τους. Π.χ. Twerking (/ˈtwɜrkɪŋ/) is a type of dancing in which the dancer, usually a woman, shakes her hips in an up-and-down bouncing motion, causing the...
  2. Alexandra

    Το λεξικό του μπαλέτου

    http://www.pro-dance.gr/dances/ballet-modern-contemporary-jazz-tap-irish/ballet-dance/ballet-dictionary
  3. Zazula

    Πορτογαλοελληνικό λεξικό όρων καπουέρα / καποέιρα (capoeira)

    Πολλή (και αξιόλογη) δουλειά έχει γίνει εδώ...
Top