μπλοκαδούρα, η
.
1. <αυτοκίνητο> το διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης, άλλως «μπλοκέ διαφορικό»· χρήσιμος ζαργκονικός όρος καθότι μονόλεκτος (αντί του προαναφερθέντος —και εναλλακτού του— διλέκτου) Όταν ρώτησα τον τεχνικό διευθυντή της ελληνικής αντιπροσωπείας πώς θα περνά αυτή η δύναμη στο...