ατάκες

  1. daeman

    Ατάκες

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη] ατάκα η [atáka] Ο25α : 1. (μουσ.) όρος που σημαίνει την εκτέλεση ενός επόμενου μουσικού κομματιού χωρίς διακοπή μετά το τέλος του προηγούμενου. 2. (θέατρ.) α. άμεση απάντηση. β. οι φράσεις ενός ρόλου που είναι γραμμένες σε ξεχωριστό χαρτί. || (ως επίρρ.) αμέσως, χωρίς την...
Top