Η γαλλική λέξη, βέβαια, αλλά στη χρήση της στα αγγλικά, με την ειδική σημασία που έχει για τις τέχνες. Πλατειασμός; Απεραντολογία; Μακρόσυρτη σκηνή;
longueur
/lɒŋˈgɜː(r)/
noun
a tedious passage in a book, piece of music, etc.: its brilliant comedy passages do not cancel out the occasional...