http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%B1&sin=all
μάσαλα [másala] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ.) για να εκφράσουμε θαυμασμό, επιδοκιμασία, επιβράβευση ή για αποτροπή βασκανίας: ~ το παιδί, πόσο ψήλωσε!
[τουρκ. maşallah (από τα αραβ.)]...