[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλοπονώ [kiloponó] & -άω : (οικ.) για γυναίκα επίτοκη, έχω ωδίνες τοκετού, συνήθ. όταν θέλουμε να δείξουμε ότι ο πόνος έχει μεγάλη διάρκεια: Εφτά ώρες κοιλοπονούσε, ώσπου να γεννήσει. || (μτφ.): Εσύ τώρα γιατί κοιλοπονάς;, γιατί έχεις αγωνία, γιατί αδημονείς, γιατί...