maledictus : μετοχή παρακειμένου της παθητικής φωνής (perfect passive participle) του ρήματος maledīcō : υβρίζω, κακολογώ, καταριέμαι. Άρα : αυτός που έχει υποστεί ύβρεις, κατάρες.
βρόμικος (με την έννοια του filthy, obscene words) : sordidus, obscaenus, immundus, impurus, squalidus.