Ο κόκκυξ στους αρχαίους ήταν ο κούκος, το πουλί, από τη φωνή του, που την έγραφαν κόκκυ και την έλεγαν [κόκου]. Θα θυμάστε άλλωστε ότι η Νεφελοκοκκυγία στους Όρνιθες του Αριστοφάνη είναι η κατοικία των πουλιών (εδώ, κοκκύγων) στα σύννεφα (νεφέλες). Στα αγγλικά: cloud-cuckoo-land ή και σκέτο cuckoo-land.
Αργότερα, στον Γαληνό διαβάζουμε ότι κόκκυγα ονόμασαν και το τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής στήλης επειδή το σχήμα του θύμιζε το ράμφος του πουλιού με το ίδιο όνομα.
Ο κόκκυγας κράτησε το όνομα και την ορθογραφία (στα αγγλικά είναι coccyx, με τη γελοία προφορά [κόξιξ]), αλλά η φωνή έγινε κούκου και το πουλί, κούκος. Μάλιστα, σύμφωνα με το Μεσαιωνικό του Κριαρά, μεταφορικά ήταν και ο ανόητος, ο άμυαλος («έκφρ. ο κούκος της αυλής = ο γελωτοποιός του παλατιού: Μπερτολδίνος 102»). Και στον Δημητράκο βρίσκω την ίδια σημασία, με παράδειγμα «είναι κούκκος και δεν καταλαβαίνει τίποτε». Δεν χρησιμοποιείται σήμερα αυτή η σημασία· πιο συνηθισμένο είναι κάποιος αγγλομαθής να πει «Αυτός είναι κούκου».
Είχε κακό όνομα το πουλί από παλιά, κάτι το μονότονο λάλημά του, κάτι που πάει κι αφήνει τα αβγά του σε ξένες φωλιές (a cuckoo in the nest είναι ο παρείσακτος). Έτσι απόκτησε και στα αγγλικά τη σημασία του χαζού και του τρελούτσικου (people think he’s cuckoo). Στη δεκαετία του 1960 είδαμε στην Αμερική και διάφορες εκφράσεις για το τρελοκομείο, από την πιο γνωστή cuckoo’s nest (που, μέσα από την ταινία, μας άφησε τη «φωλιά του κούκου») μέχρι cuckoo academy, cuckoo farm, cuckoo house.
Περισσότερο διατηρείται σε μας ο κούκος σαν σύμβολο του μοναχικού: μόνος σαν κούκος / σαν τον κούκο. Στο ΛΚΝ: Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. Για την έκφραση τρεις κι ο κούκος, ο Σαραντάκος γράφει στο Αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων:
slang.gr ή pokersharks.gr (ναι, κι εγώ δεν είχα ξανακούσει το pas à volonté — αλλά και το γκουγκλ, αν του ζητήσεις poker μαζί με pas à volonté, θα καγχάσει απλώς).
Το εκκρεμές με τον ξύλινο κούκο (που συνήθως λέγεται ρολόι-κούκος ή, συνεκδοχικά, σκέτο κούκος) είναι το cuckoo clock. Και υπάρχει και ο κούκος που είναι ο μάλλινος σκούφος. Όσο για το… Κουκάκι, αυτό (όπως και το Γουδί / Γουδή) έπρεπε να γίνει Κουκάκη!
Για το επιφώνημα κούκου, δίνω παρακάτω τις σημασίες για τις οποίες είμαι βέβαιος, μαζί με τις επεκτάσεις τους στη σημερινή χρήση, όπως φαίνονται στο διαδίκτυο.
Γκρίνια:
Δεν συμφωνώ με την εμμονή του ΛΝΕΓ στα δύο –κ– και πιστεύω ότι έχει περισσότερη λογική η απλοποίηση σε κούκο με ένα –κ–. Η φωνή είναι κούκου, η κουκουβάγια γράφεται με ένα –κ–, τι ανάγκη έχουμε να μας θυμίζει ο κούκος τον κόκκυγα; Πιστεύω ότι έχει επικρατήσει η γραφή με ένα –κ–. Στο ΛΝΕΓ βλέπω και την επιλογή να καταχωρηθεί το ρολόι σαν ρολόι κούκου στο λήμμα για το επιφώνημα κούκου! Στο Ελληνογαλλικό του Κάουφμαν, που παρακολουθεί τις ορθογραφίες του ΛΝΕΓ, έχουμε μόνο κούκκος, χωρίς παραπομπή από κούκος. Στο λήμμα κούκου το ρολόι γίνεται ρολόι-κούκου με ενωτικό! Όμως (επιστρέφω στο ΛΝΕΓ) δεν είναι το «ρολόι που κάνει κούκου» — το «κούκου» δεν είναι το επίρρημα αλλά γενική πτώση (το ρολόι του κούκου, το ρολόι με τον κούκο), πράγμα που φαίνεται και από τη συνεκδοχή που έδωσε το ρολόι-κούκος και το σκέτο κούκος.
Για λόγους που αγνοώ ο κούκος «σκούφος» θεωρείται ομώνυμο στο ΛΚΝ (δηλαδή δεν έχει την ίδια ετυμολογία με τον κούκο — δεν μας λέει όμως ποια είναι αυτή), οπότε υπάρχουν εκεί δύο λήμματα για τον κούκο. Στο λεξικό Κοραής μπέρδεψαν ακόμα περισσότερο τα ομώνυμα και τις ορθογραφίες: έχουν κούκκος1 αλλά όχι κούκκος2. Έχουν κούκος2 (για το σκούφο) αλλά όχι κούκος1. Και ενώ το πουλί το γράφουν κούκκος, σε όλους τους ιδιωματισμούς μένει κούκος. Που σημαίνει ότι κάποια στιγμή κάποιος αποφάσισε να γυρίσει την ορθογραφία από κούκος σε κούκκος και τα έκανε μαντάρα!
Θα τολμήσω λοιπόν να καταθέσω τρία δικά μου ελληνοαγγλικά λήμματα, που, χωρίς να εξαντλούν την υπόθεση κούκος, πιστεύω ότι είναι πιο λογικά δομημένα.
κόκκυγας ο ΑΝΑΤ coccyx.
κούκος ο (πουλί) cuckoo | (μόνος) alone, a lonely bird | (εκκρεμές) cuckoo clock | (στο πόκερ) a poker variation similar to Texas hold’em | (σκούφος) cap.
μόνος σαν κούκος / σαν τον κούκο all alone.
Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. With the children gone, they’re two empty-nesters.
τρεις κι ο κούκος very few people, a mere handful.
ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη one swallow does not make a summer.
μας κόστισε ο κούκος αηδόνι we paid through the nose for it.
ρολόι-κούκος cuckoo clock.
η φωλιά του κούκου the cuckoo’s nest, a madhouse.
κούκου επιφ. peekaboo! | hello! hey there!
δεν μου κάνει κούκου (αργκό) I can’t get it up | it doesn’t do anything for me.
(σε θέση επιθ.) cuckoo, barmy.
Αργότερα, στον Γαληνό διαβάζουμε ότι κόκκυγα ονόμασαν και το τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής στήλης επειδή το σχήμα του θύμιζε το ράμφος του πουλιού με το ίδιο όνομα.
Ο κόκκυγας κράτησε το όνομα και την ορθογραφία (στα αγγλικά είναι coccyx, με τη γελοία προφορά [κόξιξ]), αλλά η φωνή έγινε κούκου και το πουλί, κούκος. Μάλιστα, σύμφωνα με το Μεσαιωνικό του Κριαρά, μεταφορικά ήταν και ο ανόητος, ο άμυαλος («έκφρ. ο κούκος της αυλής = ο γελωτοποιός του παλατιού: Μπερτολδίνος 102»). Και στον Δημητράκο βρίσκω την ίδια σημασία, με παράδειγμα «είναι κούκκος και δεν καταλαβαίνει τίποτε». Δεν χρησιμοποιείται σήμερα αυτή η σημασία· πιο συνηθισμένο είναι κάποιος αγγλομαθής να πει «Αυτός είναι κούκου».
Είχε κακό όνομα το πουλί από παλιά, κάτι το μονότονο λάλημά του, κάτι που πάει κι αφήνει τα αβγά του σε ξένες φωλιές (a cuckoo in the nest είναι ο παρείσακτος). Έτσι απόκτησε και στα αγγλικά τη σημασία του χαζού και του τρελούτσικου (people think he’s cuckoo). Στη δεκαετία του 1960 είδαμε στην Αμερική και διάφορες εκφράσεις για το τρελοκομείο, από την πιο γνωστή cuckoo’s nest (που, μέσα από την ταινία, μας άφησε τη «φωλιά του κούκου») μέχρι cuckoo academy, cuckoo farm, cuckoo house.
Περισσότερο διατηρείται σε μας ο κούκος σαν σύμβολο του μοναχικού: μόνος σαν κούκος / σαν τον κούκο. Στο ΛΚΝ: Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. Για την έκφραση τρεις κι ο κούκος, ο Σαραντάκος γράφει στο Αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων:
τρεις κι ο κούκος: πολύ λίγοι, ελάχιστοι. Ο κούκος που ζει μόνος στο δάσος, ακουόμενος και χωρίς να πολυφαίνεται, καθιερώθηκε ως σύμβολο της μονήρους ζωής. Εικάζω ότι η αρχική μορφή ήταν «τρεις κούκοι». Έτσι έχει τη φρ. ο Αριστοφάνης: «Ἐχειροτόνησαν γάρ με – κόκκυγές γε τρεῖς» (Αχαρν. 598), την οποία ο Ησύχιος σχολιάζει: «ἐπὶ ὑπονοηθέντων πλειόνων εἶναι, καὶ ὀλίγων ὄντων». Αυτή τη μορφή θυμίζει το παρατιθέμενο απόσπασμα, από το μεσοπόλεμο.
—Δε βαριέσαι αδερφέ!... Πόσοι είναι αυτοί, και τι θα κάνουνε; ε; Τι τους περνάει απ’ το χέρι τρεις κούκοι εκεί χάμου! [Π. Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, σ. 66]
Δεν πιστεύω ότι από εκεί προέκυψε ο κούκος μονός της πόκας, αφού άλλωστε υπάρχει και κούκος διπλός, όπως και παιχνίδια με διάφορα άλλα ονόματα πουλιών. Αλλά για τον ποκερικό κούκο μπορείτε να διαβάσετε αλλού και, αν βγάλετε άκρη, μπράβο σας:—Δε βαριέσαι αδερφέ!... Πόσοι είναι αυτοί, και τι θα κάνουνε; ε; Τι τους περνάει απ’ το χέρι τρεις κούκοι εκεί χάμου! [Π. Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, σ. 66]
slang.gr ή pokersharks.gr (ναι, κι εγώ δεν είχα ξανακούσει το pas à volonté — αλλά και το γκουγκλ, αν του ζητήσεις poker μαζί με pas à volonté, θα καγχάσει απλώς).
Το εκκρεμές με τον ξύλινο κούκο (που συνήθως λέγεται ρολόι-κούκος ή, συνεκδοχικά, σκέτο κούκος) είναι το cuckoo clock. Και υπάρχει και ο κούκος που είναι ο μάλλινος σκούφος. Όσο για το… Κουκάκι, αυτό (όπως και το Γουδί / Γουδή) έπρεπε να γίνει Κουκάκη!
Για το επιφώνημα κούκου, δίνω παρακάτω τις σημασίες για τις οποίες είμαι βέβαιος, μαζί με τις επεκτάσεις τους στη σημερινή χρήση, όπως φαίνονται στο διαδίκτυο.
Γκρίνια:
Δεν συμφωνώ με την εμμονή του ΛΝΕΓ στα δύο –κ– και πιστεύω ότι έχει περισσότερη λογική η απλοποίηση σε κούκο με ένα –κ–. Η φωνή είναι κούκου, η κουκουβάγια γράφεται με ένα –κ–, τι ανάγκη έχουμε να μας θυμίζει ο κούκος τον κόκκυγα; Πιστεύω ότι έχει επικρατήσει η γραφή με ένα –κ–. Στο ΛΝΕΓ βλέπω και την επιλογή να καταχωρηθεί το ρολόι σαν ρολόι κούκου στο λήμμα για το επιφώνημα κούκου! Στο Ελληνογαλλικό του Κάουφμαν, που παρακολουθεί τις ορθογραφίες του ΛΝΕΓ, έχουμε μόνο κούκκος, χωρίς παραπομπή από κούκος. Στο λήμμα κούκου το ρολόι γίνεται ρολόι-κούκου με ενωτικό! Όμως (επιστρέφω στο ΛΝΕΓ) δεν είναι το «ρολόι που κάνει κούκου» — το «κούκου» δεν είναι το επίρρημα αλλά γενική πτώση (το ρολόι του κούκου, το ρολόι με τον κούκο), πράγμα που φαίνεται και από τη συνεκδοχή που έδωσε το ρολόι-κούκος και το σκέτο κούκος.
Για λόγους που αγνοώ ο κούκος «σκούφος» θεωρείται ομώνυμο στο ΛΚΝ (δηλαδή δεν έχει την ίδια ετυμολογία με τον κούκο — δεν μας λέει όμως ποια είναι αυτή), οπότε υπάρχουν εκεί δύο λήμματα για τον κούκο. Στο λεξικό Κοραής μπέρδεψαν ακόμα περισσότερο τα ομώνυμα και τις ορθογραφίες: έχουν κούκκος1 αλλά όχι κούκκος2. Έχουν κούκος2 (για το σκούφο) αλλά όχι κούκος1. Και ενώ το πουλί το γράφουν κούκκος, σε όλους τους ιδιωματισμούς μένει κούκος. Που σημαίνει ότι κάποια στιγμή κάποιος αποφάσισε να γυρίσει την ορθογραφία από κούκος σε κούκκος και τα έκανε μαντάρα!
Θα τολμήσω λοιπόν να καταθέσω τρία δικά μου ελληνοαγγλικά λήμματα, που, χωρίς να εξαντλούν την υπόθεση κούκος, πιστεύω ότι είναι πιο λογικά δομημένα.
κόκκυγας ο ΑΝΑΤ coccyx.
κούκος ο (πουλί) cuckoo | (μόνος) alone, a lonely bird | (εκκρεμές) cuckoo clock | (στο πόκερ) a poker variation similar to Texas hold’em | (σκούφος) cap.
μόνος σαν κούκος / σαν τον κούκο all alone.
Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. With the children gone, they’re two empty-nesters.
τρεις κι ο κούκος very few people, a mere handful.
ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη one swallow does not make a summer.
μας κόστισε ο κούκος αηδόνι we paid through the nose for it.
ρολόι-κούκος cuckoo clock.
η φωλιά του κούκου the cuckoo’s nest, a madhouse.
κούκου επιφ. peekaboo! | hello! hey there!
δεν μου κάνει κούκου (αργκό) I can’t get it up | it doesn’t do anything for me.
(σε θέση επιθ.) cuckoo, barmy.
Last edited: