Θυμάμαι σαν τώρα τη στιγμή και την εποχή. Ήταν Σεπτέμβριος του 1978 και ένας ξάδελφός μου που ήρθε από την Αγγλία για διακοπές μου δώρισε τον Άρχοντα των δαχτυλιδιών στην παχιά, ενιαία χαρτόδετη έκδοση, λέγοντας: «Εσένα που σε ενδιαφέρει η ιστορία νομίζω ότι θα σου αρέσει τούτο εδώ. Μην κοιτάς που αρχίζει σαν το “Μικρό σπίτι στο λιβάδι”, στο τέλος καταλήγει σαν επικό μυθιστόρημα». Ξεκίνησα κι από την πρώτη σελίδα βυθίστηκα στον κόσμο της Μεσογής με όλο μου το είναι. Απορροφήθηκα είναι η σωστή λέξη, σαν τον ήρωα του Μπόρχες στο Βιβλίο της Άμμου. Λες κι ανακάλυπτα για πρώτη φορά την ηδονή της ανάγνωσης. Ο κόσμος γύρω μου ξεθώριασε. Ό,τι άλλο έπρεπε να κάνω σαν καθημερινή ρουτίνα, φαγητό, δουλειές, περπάτημα, ήταν χρόνος χαμένος από το διάβασμα. Ξάπλωνα στο κρεβάτι και οι ώρες περνούσαν. Τα μάτια μου έκλειναν απ’ τη νύστα, τα χέρια χαλάρωναν, ένιωθα το βιβλίο να μου πέφτει στο στήθος, κοιμόμουν και μες στον ύπνο έλεγα στον εαυτό μου «Ξύπνα! Πρέπει να διαβάσεις τη συνέχεια». Ακολούθησα την πορεία της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού, κρυβόμουν κι εγώ μαζί τους μη μας ανακαλύψουν οι μαύροι καβαλάρηδες, πήρα μέρος στις μάχες, ανέβηκα με τον Φρόντο στο ηφαίστειο και ρίξαμε μαζί στον κρατήρα το καταραμένο δαχτυλίδι. Μαγεύτηκα από τις γλώσσες των πλασμάτων του κόσμου του Τόλκιν κι από τις γραφές. Στη σελίδα τίτλου είχε δύο επιγραφές, μία στη γλώσσα των ξωτικών και μία στη γλώσσα των νάνων. Έστιψα το μυαλό μου και με τα πολλά το κατάφερα: τις αποκρυπτογράφησα χωρίς βοήθεια από πουθενά και φούσκωσα από περηφάνια. Ναι, ήμουν γεννημένος για να σπάζω κώδικες και να διαβάζω άγνωστες γλώσσες! Θα γινόμουν ο νέος Σαμπολιόν! Δυο τρεις μήνες μετά, στο κατάμεστο αμφιθέατρο Σαριπόλων της Νομικής, το ίδιο βιβλίο ανοιχτό πάνω στο έδρανο με κεραυνοβολεί. «Ποιος το διαβάζει αυτό;» Εκατοντάδες κεφάλια γυρνούν. «Εγώ». Τον έλεγαν Δημήτρη Ν. κι ήταν η αρχή μιας μεγάλης φιλίας. Είχαμε μάθει απ’ έξω και απαγγέλαμε τα τραγουδάκια, παραγγέλναμε από την Αγγλία ό,τι βιβλίο σχετικό βρίσκαμε, εγώ ζωγράφιζα κάθε μέρα συνεπαρμένος, ώστε να είναι έτοιμη η εικονογράφηση της ελληνικής μετάφρασης που ασφαλώς θα ολοκληρώναμε στο εγγύς μέλλον για να γνωρίσουμε στο ελληνικό κοινό τον Τόλκιν. Θαμπώναμε τα κορίτσια με τις διηγήσεις μας (πόσες φορές δεν έπιασε το κόλπο;), το παίζαμε κάτοχοι ενός ακριβού μυστικού, οι ονειροπαρμένοι, οι πέρα απ’ τον κόσμο τούτο. Κάποια φορά βρεθήκαμε στο Λονδίνο να ψάχνουμε σε άγνωστες γειτονιές ένα μπαρ, γιατί είχαμε μάθει ότι εκεί συνεδρίαζε η Tolkien Society. Ούτε τη Society βρήκαμε ούτε η λαχτάρα μας κορέστηκε. Ο Τόλκιν είχε πεθάνει από το 1973... Ο φίλος μου έγινε δικηγόρος. Εμένα μου έμεινε το ψευδώνυμο: Earion, στη γλώσσα των ξωτικών «ο θαλασσινός». Χρόνια μετά —πώς ήρθε η συζήτηση;— μιλούσα με τον ίδιο ξάδερφο για το βιβλίο που μου είχε χαρίσει. «Ξέρεις;», του θύμησα, «είχες εν μέρει δίκιο· το βιβλίο αρχίζει σαν το “Μικρό σπίτι στο λιβάδι”, και συνεχίζει σαν επικό μυθιστόρημα. Αλλά καταλήγει σαν τη Βίβλο».