To sober δεν βγαίνει από τον σοβαρό — ξέρουμε μόνο ότι βγαίνει από το λατινικό sobrius, που ήταν το αντίθετο του ebrius (=μεθυσμένος).
Ο νηφάλιος (από ρήμα νήφω «απέχω από το κρασί» — έχουμε το ανανήφω ακόμα) δεν είναι μόνο αυτός που δεν έχει πιει, αλλά κι αυτός που έχει πνευματική διαύγεια και, κατά συνέπεια, ο συνετός.
Το λήμμα στο ΛΚΝ:
Όμως, τι το ’πιασε το ΛΝΕΓ και κατάργησε εντελώς τη σχέση με το αλκοόλ; Τι θα κάνουμε με τον νηφάλιο οδηγό; Η δική μου έκδοση του ΛΝΕΓ λέει:
Να υποθέσω ότι έχει διορθωθεί; Γιατί το Σχολικό είναι πιο… νηφάλιο: Ξεκινάει με «ξεμέθυστος· (κατ επέκτ.) ήρεμος, ατάραχος» κ.λπ.
Να διακρίνουμε το sober = νηφάλιος· συνετός, από το sobering. Το ρήμα sober, εκτός από μεταβατικό και αμετάβατο «ξεμεθάω», σημαίνει επίσης: σοβαρεύω, αφυπνίζω, προσγειώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό σε κάποιον κ.λπ. Π.χ.
(αμετβ.) His expression sobered instantly.
(μετβ.) He had intended to pursue the law, but it is said that the shock of a contemporary’s death sobered him and instead he went into the Church.
Από το μεταβατικό ρήμα το επίθετο sobering μπορεί να αποδοθεί περιφραστικά με ρήμα: που σε προσγειώνει, που σε κάνει να σκεφτείς, που σε κάνει να δεις τα πράγματα πιο καθαρά. Σε μονολεκτικό επίθετο τι έχουμε; Για το sobering thoughts μια περίφραση του είδους «σκέψεις που σε κάνουν να σκεφτείς» θα ήταν αστεία.
Το μόνο που έχω για το sobering είναι αφυπνιστικές, αλλά δεν θα βρούμε α. σκέψεις. Και το νηφάλιες σκέψεις είναι sober thoughts, που είναι άλλο πράγμα (βλ. ΛΚΝ πιο πάνω).
Ο νηφάλιος (από ρήμα νήφω «απέχω από το κρασί» — έχουμε το ανανήφω ακόμα) δεν είναι μόνο αυτός που δεν έχει πιει, αλλά κι αυτός που έχει πνευματική διαύγεια και, κατά συνέπεια, ο συνετός.
Το λήμμα στο ΛΚΝ:
νηφάλιος -α -ο : 1. που δε βρίσκεται σε κατάσταση μέθης. ANT μεθυσμένος. 2. (μτφ.) α. που κρίνει ή που ενεργεί ψύχραιμα, χωρίς να παρασύρεται από τα συναισθήματα ή από τις εντυπώσεις της στιγμής: Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής. β. που χαρακτηρίζει αυτόν που είναι νηφάλιος: Nηφάλια σκέψη / κρίση.
(Σημ. Μου αρέσει που θυμήθηκαν το If του Κίπλινγκ: If you can keep your head when all about you / Are losing theirs and blaming it on you.)Όμως, τι το ’πιασε το ΛΝΕΓ και κατάργησε εντελώς τη σχέση με το αλκοόλ; Τι θα κάνουμε με τον νηφάλιο οδηγό; Η δική μου έκδοση του ΛΝΕΓ λέει:
νηφάλιος, -α, -ο 1. αυτός που διατηρεί την ηρεμία και την αταραξία του: αντιμετώπισε νηφάλιος τους προπηλακισμούς τού πλήθους ΣΥΝ. ατάραχος, ήρεμος, ψύχραιμος ΑΝΤ. εκτός εαυτού, συγχισμένος, αναστατωμένος 2. (κατ' επέκτ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική διαύγεια και ευθυκρισία: νηφάλιος δάσκαλος / υπολογισμός / εκτιμήσεις ΣΥΝ. διαυγής ΑΝΤ. συγχισμένος.
Να υποθέσω ότι έχει διορθωθεί; Γιατί το Σχολικό είναι πιο… νηφάλιο: Ξεκινάει με «ξεμέθυστος· (κατ επέκτ.) ήρεμος, ατάραχος» κ.λπ.
Να διακρίνουμε το sober = νηφάλιος· συνετός, από το sobering. Το ρήμα sober, εκτός από μεταβατικό και αμετάβατο «ξεμεθάω», σημαίνει επίσης: σοβαρεύω, αφυπνίζω, προσγειώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό σε κάποιον κ.λπ. Π.χ.
(αμετβ.) His expression sobered instantly.
(μετβ.) He had intended to pursue the law, but it is said that the shock of a contemporary’s death sobered him and instead he went into the Church.
Από το μεταβατικό ρήμα το επίθετο sobering μπορεί να αποδοθεί περιφραστικά με ρήμα: που σε προσγειώνει, που σε κάνει να σκεφτείς, που σε κάνει να δεις τα πράγματα πιο καθαρά. Σε μονολεκτικό επίθετο τι έχουμε; Για το sobering thoughts μια περίφραση του είδους «σκέψεις που σε κάνουν να σκεφτείς» θα ήταν αστεία.
Το μόνο που έχω για το sobering είναι αφυπνιστικές, αλλά δεν θα βρούμε α. σκέψεις. Και το νηφάλιες σκέψεις είναι sober thoughts, που είναι άλλο πράγμα (βλ. ΛΚΝ πιο πάνω).