Όρος παλιός, κάπως ξεθωριασμένος, των οικονομικών της οικολογίας (όχι, το «c» είναι πεζό όταν δεν είναι σε τίτλο· δεν σημαίνει «τραγωδία της Βουλής των Κοινοτήτων»).
Στη Wikipedia υπάρχει πλούσια και κατατοπιστική περιγραφή του όρου και της συζήτησης που προκάλεσε η θεωρία και της κριτικής που έγινε. Υπάρχει λήμμα και στην ελληνική Βικιπαίδεια. Για εδώ, αποσπώ μια πρώτη περιγραφή από το πρωτότυπο άρθρο του εισηγητή της θεωρίας (του 1968):
Η θεωρία έχει ενδιαφέρον, για συζήτηση σε πολιτικό νήμα, αλλά εδώ με ενδιαφέρει πώς θα αποδοθεί ο όρος, επειδή βλέπω ότι κυκλοφορούν του κόσμου οι αποδόσεις.
Η ταλαιπωρία αρχίζει με το ουσιαστικό common, που εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία κοινοτικό λιβάδι, κοινόχρηστο λιβάδι (και κοινοτικές γαίες στον πληθυντικό). Common είναι και η αλάνα που έχουν οι δυτικοί στη μέση ενός χωριού ή μιας συνοικίας, όχι «κοινοτικό άλσος» όπως το έχει η Ματζέντα, αλλά υπαίθριος δημοτικός / κοινοτικός / κοινόχρηστος χώρος για παιχνίδια και αραλίκι. Έχει αρκετά commons η Wikipedia για τον όρο και τις σημασίες του διαχρονικά, μαζί με καλές φωτογραφίες.
Για τα δημόσια κτήματα, ο δικός μας Αστικός Κώδικας γράφει:
Στη Wikipedia, στο λήμμα The commons διαβάζουμε:
Υπάρχει και χωριστό λήμμα για common good με διάκριση των common goods (=κοινά αγαθά) από τα public goods (=δημόσια αγαθά).
Το αποτέλεσμα αυτής της απλόχερης προσφοράς όρων είναι να έχουμε και άλλες τόσες αποδόσεις για την Τραγωδία. Στη Βικιπαίδεια έχουμε Τραγωδία των κοινών, αλλά δεν βοηθά η γενική πληθυντικού. Νομίζεις, άλλωστε, ότι είναι επίθετο και περιμένεις να πέσει η άλλη παντόφλα, το υπόλοιπο της φράσης, σαν εκείνα τα βιντεάκια με τα σαρδάμ: κοινών… τι; Κοινών γυναικών; Κοινών θνητών; Και τα κοινά, σαν ουσιαστικό, είναι αυτά με τα οποία ασχολούμαστε (public affairs, matters of public interest).
Αλλά ακόμα και το ακριβές, αν πάμε με τον Αστικό Κώδικα, Τραγωδία των κοινοχρήστων, σαν πρόβλημα των ενοίκων πολυκατοικίας ακούγεται.
Το ακριβές θα ήταν Τραγωδία των κοινοτικών εκτάσεων ή των κοινοτικών λιβαδιών, αλλά δεν το έχει πει κανένας, και το θεωρώ περιοριστικό αν θέλουμε να διευρύνουμε τη συζήτηση. Από τα διάφορα άλλα που κυκλοφορούν σκέφτομαι να προτιμήσω την Τραγωδία των κοινών αγαθών για τον τίτλο. Σαφές, ξεκάθαρο. Όπως και σε περυσινό άρθρο της Ε, «Η Κοπεγχάγη, το περιβάλλον και η τραγωδία των κοινών αγαθών».
Στη Wikipedia υπάρχει πλούσια και κατατοπιστική περιγραφή του όρου και της συζήτησης που προκάλεσε η θεωρία και της κριτικής που έγινε. Υπάρχει λήμμα και στην ελληνική Βικιπαίδεια. Για εδώ, αποσπώ μια πρώτη περιγραφή από το πρωτότυπο άρθρο του εισηγητή της θεωρίας (του 1968):
The tragedy of the commons develops in this way. Picture a pasture open to all. It is to be expected that each herdsman will try to keep as many cattle as possible on the commons. Such an arrangement may work reasonably satisfactorily for centuries because tribal wars, poaching, and disease keep the numbers of both man and beast well below the carrying capacity of the land. Finally, however, comes the day of reckoning, that is, the day when the long-desired goal of social stability becomes a reality. At this point, the inherent logic of the commons remorselessly generates tragedy.
As a rational being, each herdsman seeks to maximize his gain. Explicitly or implicitly, more or less consciously, he asks, "What is the utility to me of adding one more animal to my herd?" This utility has one negative and one positive component.
1) The positive component is a function of the increment of one animal. Since the herdsman receives all the proceeds from the sale of the additional animal, the positive utility is nearly +1.
2) The negative component is a function of the additional overgrazing created by one more animal. Since, however, the effects of overgrazing are shared by all the herdsmen, the negative utility for any particular decision-making herdsman is only a fraction of -1.
Adding together the component partial utilities, the rational herdsman concludes that the only sensible course for him to pursue is to add another animal to his herd. And another; and another.... But this is the conclusion reached by each and every rational herdsman sharing a commons. Therein is the tragedy. Each man is locked into a system that compels him to increase his herd without limit--in a world that is limited. Ruin is the destination toward which all men rush, each pursuing his own best interest in a society that believes in the freedom of the commons. Freedom in a commons brings ruin to all.
Some would say that this is a platitude. Would that it were! In a sense, it was learned thousands of years ago, but natural selection favors the forces of psychological denial. The individual benefits as an individual from his ability to deny the truth even though society as a whole, of which he is a part, suffers.
Education can counteract the natural tendency to do the wrong thing, but the inexorable succession of generations requires that the basis for this knowledge be constantly refreshed.
As a rational being, each herdsman seeks to maximize his gain. Explicitly or implicitly, more or less consciously, he asks, "What is the utility to me of adding one more animal to my herd?" This utility has one negative and one positive component.
1) The positive component is a function of the increment of one animal. Since the herdsman receives all the proceeds from the sale of the additional animal, the positive utility is nearly +1.
2) The negative component is a function of the additional overgrazing created by one more animal. Since, however, the effects of overgrazing are shared by all the herdsmen, the negative utility for any particular decision-making herdsman is only a fraction of -1.
Adding together the component partial utilities, the rational herdsman concludes that the only sensible course for him to pursue is to add another animal to his herd. And another; and another.... But this is the conclusion reached by each and every rational herdsman sharing a commons. Therein is the tragedy. Each man is locked into a system that compels him to increase his herd without limit--in a world that is limited. Ruin is the destination toward which all men rush, each pursuing his own best interest in a society that believes in the freedom of the commons. Freedom in a commons brings ruin to all.
Some would say that this is a platitude. Would that it were! In a sense, it was learned thousands of years ago, but natural selection favors the forces of psychological denial. The individual benefits as an individual from his ability to deny the truth even though society as a whole, of which he is a part, suffers.
Education can counteract the natural tendency to do the wrong thing, but the inexorable succession of generations requires that the basis for this knowledge be constantly refreshed.
Η θεωρία έχει ενδιαφέρον, για συζήτηση σε πολιτικό νήμα, αλλά εδώ με ενδιαφέρει πώς θα αποδοθεί ο όρος, επειδή βλέπω ότι κυκλοφορούν του κόσμου οι αποδόσεις.
Η ταλαιπωρία αρχίζει με το ουσιαστικό common, που εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία κοινοτικό λιβάδι, κοινόχρηστο λιβάδι (και κοινοτικές γαίες στον πληθυντικό). Common είναι και η αλάνα που έχουν οι δυτικοί στη μέση ενός χωριού ή μιας συνοικίας, όχι «κοινοτικό άλσος» όπως το έχει η Ματζέντα, αλλά υπαίθριος δημοτικός / κοινοτικός / κοινόχρηστος χώρος για παιχνίδια και αραλίκι. Έχει αρκετά commons η Wikipedia για τον όρο και τις σημασίες του διαχρονικά, μαζί με καλές φωτογραφίες.
Για τα δημόσια κτήματα, ο δικός μας Αστικός Κώδικας γράφει:
- Άρθρο 966, περί των εκτός συναλλαγής πραγμάτων: «πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά τοις πάσι, τα της κοινής χρήσεως και τα προωρισμένα εις εξυπηρέτησιν δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών».
- Άρθρο 967, περί κοινοχρήστων: «κοινής χρήσεως πράγματα είναι ιδία τα ελευθέρως και αενάως ρέοντα ύδατα, αι οδοί, αι πλατείαι, οι αιγιαλοί, οι λιμένες και όρμοι, αι όχθαι πλευσίμων ποταμών, αι μεγάλαι λίμναι και αι όχθαι αυτών».
- Άρθρο 968, περί κυριότητος κοινοχρήστων: «τα κοινής χρήσεως πράγματα, εφ' όσον δεν ανήκουσιν εις δήμον ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει άλλως, ανήκουσιν εις το Δημόσιον».
Στη Wikipedia, στο λήμμα The commons διαβάζουμε:
The commons is terminology referring to resources that are collectively owned or shared between or among populations. These resources are said to be "held in common" and can include everything from natural resources and land to software. (ΣΝ: Υπάρχει και το Wikipedia Commons.) [...] The commons were traditionally defined as the elements of the environment - forests, atmosphere, rivers, fisheries or grazing land - that are shared, used and enjoyed by all. Today, the commons are also understood within a cultural sphere. These commons include literature, music, arts, design, film, video, television, radio, information, software and sites of heritage. The commons can also include ‘public goods’ such as public space, public education, health and the infrastructure that allows our society to function (such as electricity or water delivery systems). There also exists the ‘life commons’, e.g. the human genome.
Υπάρχει και χωριστό λήμμα για common good με διάκριση των common goods (=κοινά αγαθά) από τα public goods (=δημόσια αγαθά).
Το αποτέλεσμα αυτής της απλόχερης προσφοράς όρων είναι να έχουμε και άλλες τόσες αποδόσεις για την Τραγωδία. Στη Βικιπαίδεια έχουμε Τραγωδία των κοινών, αλλά δεν βοηθά η γενική πληθυντικού. Νομίζεις, άλλωστε, ότι είναι επίθετο και περιμένεις να πέσει η άλλη παντόφλα, το υπόλοιπο της φράσης, σαν εκείνα τα βιντεάκια με τα σαρδάμ: κοινών… τι; Κοινών γυναικών; Κοινών θνητών; Και τα κοινά, σαν ουσιαστικό, είναι αυτά με τα οποία ασχολούμαστε (public affairs, matters of public interest).
Αλλά ακόμα και το ακριβές, αν πάμε με τον Αστικό Κώδικα, Τραγωδία των κοινοχρήστων, σαν πρόβλημα των ενοίκων πολυκατοικίας ακούγεται.
Το ακριβές θα ήταν Τραγωδία των κοινοτικών εκτάσεων ή των κοινοτικών λιβαδιών, αλλά δεν το έχει πει κανένας, και το θεωρώ περιοριστικό αν θέλουμε να διευρύνουμε τη συζήτηση. Από τα διάφορα άλλα που κυκλοφορούν σκέφτομαι να προτιμήσω την Τραγωδία των κοινών αγαθών για τον τίτλο. Σαφές, ξεκάθαρο. Όπως και σε περυσινό άρθρο της Ε, «Η Κοπεγχάγη, το περιβάλλον και η τραγωδία των κοινών αγαθών».