ιππαναχωρώ: φεύγω πάνω στ' άλογο
ιππάνθρωπος: ο κένταυρος (βλ.λ.)
ιππεισέρχομαι: μπαίνω κάπου έφιππος
ιππεξαίρεση: αποκλεισμός ίππου από το ιπποδρομιακό στοίχημα
ιππεραστικός: ο μη ενδημών ίππος, το en passant άλογο
ιππεργολαβία: η ανάθεση εργασίας σε ίππους, η εργολαβικής μορφής ιπποαπασχόληση
ιππεριώδης: ο αναφερόμενος στο μαλλί των αλόγων
ιππέρυθρος: ο έχων χαρακτηριστικό ερυθρόφαιο χρώμα αλόγου (πρβλ. παλομίνο)
ιππεύθυνος: ο σταβλάρχης (βλ.λ.)
ιππνοτίζω: υγραίνω τρίχωμα αλόγου προς καθαρισμόν
ιπποβρύχιο: άλλη ονομασία τού ιπποθαλάσσιου ζώου ιππόκαμπος (βλ.λ.)
ιπποκλοπή: συνήθης πρακτική των Κρητών
ιπποκριτής: ο κρίνων τους Κρήτας για τας συνήθεις πρακτικάς των, άλλ. Ζάζουλας (μην βλ.λ.)
ιππόκωφος: το κουφάλογο (βλ.λ.)
ιπποτονθορύζω: είμαι horse whisperer, ασκώ natural horsemanship (μτφ.δάν.· να μη συγχέεται με υποτονθορύζω, επιτατ.τύπ. τού ρ. τονθορύζω "μουρμουρίζω")· σημειώνεται ότι ο προσεκτικά ακούων άλογόν τι καλείται ιππάκουος ή παρ' άλλοις δε κ. ιππήκοος (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει)
ιππάνθρωπος: ο κένταυρος (βλ.λ.)
ιππεισέρχομαι: μπαίνω κάπου έφιππος
ιππεξαίρεση: αποκλεισμός ίππου από το ιπποδρομιακό στοίχημα
ιππεραστικός: ο μη ενδημών ίππος, το en passant άλογο
ιππεργολαβία: η ανάθεση εργασίας σε ίππους, η εργολαβικής μορφής ιπποαπασχόληση
ιππεριώδης: ο αναφερόμενος στο μαλλί των αλόγων
ιππέρυθρος: ο έχων χαρακτηριστικό ερυθρόφαιο χρώμα αλόγου (πρβλ. παλομίνο)
ιππεύθυνος: ο σταβλάρχης (βλ.λ.)
ιππνοτίζω: υγραίνω τρίχωμα αλόγου προς καθαρισμόν
ιπποβρύχιο: άλλη ονομασία τού ιπποθαλάσσιου ζώου ιππόκαμπος (βλ.λ.)
ιπποκλοπή: συνήθης πρακτική των Κρητών
ιπποκριτής: ο κρίνων τους Κρήτας για τας συνήθεις πρακτικάς των, άλλ. Ζάζουλας (μην βλ.λ.)
ιππόκωφος: το κουφάλογο (βλ.λ.)
ιπποτονθορύζω: είμαι horse whisperer, ασκώ natural horsemanship (μτφ.δάν.· να μη συγχέεται με υποτονθορύζω, επιτατ.τύπ. τού ρ. τονθορύζω "μουρμουρίζω")· σημειώνεται ότι ο προσεκτικά ακούων άλογόν τι καλείται ιππάκουος ή παρ' άλλοις δε κ. ιππήκοος (με έκταση τού αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει)