Γλωσσάρι οικολογικών όρων (chem.uoa.gr)

nickel

Administrator
Staff member
Από τη διεύθυνση http://www.chem.uoa.gr/courses/organiki_1/oikotoxikologia/oiktxk2_par_I.pdf


Έγιναν ελάχιστες προφανείς διορθώσεις.

ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

abiotic factors = αβιοτικοί παράγοντες (όπως κλίμα, έδαφος, νερά, κλπ)
acclimatization = εγκλιματισμός (προσαρμογή ενός είδους σε μια περιοχή)
acclimation = προσαρμογή
acute toxicity = οξεία τοξικότητα (σε μικρό χρονικό διάστημα βλάβες στην υγεία ή/και θάνατο ενός οργανισμού)
adaptability = προσαρμοστικότητα
aerobic = Αερόβιος, οργανισμός (διεργασίες στον οργανισμό που συμβαίνουν παρουσία οξυγόνου)
afforestation = δάσωση (φυσική ή τεχνητή ανάπτυξη δάσους)
aggregation = συνθώμωση (συνάθροιση για έμβια ζώα) ή συσσωμάτωση (για σωματίδια ύλης)
algae (alga) = φύκη (φύκος, φωτοσυνθετικοί οργανισμοί)
allelopathy = αντιβίωση (αλληλοπάθεια, όταν οι οργανισμοί που αλληλεπιδρούν είναι ανώτερα φυτά)
alluvial = προσχωματικός
amplitude, ecological = οικολογικό εύρος (εύρος οικολογικού παράγοντα μέσα στον οποίο μπορεί να ζήσει ένας οργανισμός)
anaerobic = Αναερόβιος (οργανισμός που δεν χρειάζεται ελεύθερο οξυγόνο)
antagonism = ανταγωνισμός
aquatic = υδάτινος, υδρόβιος (ότι αποτελείται από νερό, και οργανισμός που ζει μέσα στο νερό)
aquatic life zone = υδρόβια ζώνη ζωής
autochthonous = αυτόχθονος
autotrophic = αυτότροφος (οργανισμός που συνθέτει την τροφή του από ανόργανα υλικά)

benthal = βενθική ενότητα (ο βυθός της θάλασσας με τους οργανισμούς που ζουν)
benthic region = βενθική περιοχή
bioassay = βιοδοκιμή (προσδιορισμός βιολογικού αποτελέσματος σε έναν οργανισμό, όπως η τοξικότητα)
B.O.D. (biochemical oxygen demand) = ποσότητα οξυγόνου που απαιτείται για βιοχημική οξείδωση της οργανικής ύλης)
biochore = βιοχώρος
biodegradation = βιοαποικοδόμηση (διάσπαση ουσιών από οργανισμούς)
biogenic = βιογενής
biological control = βιολογική καταπολέμηση
biological index = βιολογικός δείκτης (ενός είδους σε μια κοινότητα, το άθροισμα των θέσεων που έχει στην κοινότητα)
biological indicator = βιολογικός δείκτης
biomagnification = βιομεγέθυνση (συσσώρευση ρύπων μέσω τροφικών αλυσίδων)
biomass = βιομάζα (ολικό ποσό ζωντανής ύλης σε βιότοπο)
biome = μεγακοινότητα, διάπλαση (κοινότητα που καλύπτει ευρύτερη περιοχή, όπως το τροπικό βροχοδάσος, η έρημος κλπ)
biomonitoring = βιοπαρακολούθηση (χρήση οργανισμών για την παρακολούθηση της ποιότητας ενός οικοσυστήματος, νερού κλπ.
biota = βιόκοσμος
biotope = βιότοπος (χώρος όπου ζουν και αναπαράγονται μέλη μιας βιοκοινωνίας)
bog = τύρφη
boreal forest = ψυχρόβιο δάσος (δάσος κωνοφόρων σε ψυχρή περιοχή)
brackish water = υφάλμυρα νερά

canopy = φυτοστιβάδα (ανώτατο στρώμα φύλλων)
carnivorous = σαρκοφάγος
carrying capacity = φέρουσα ικανότητα
character = χαρακτήρας, γνώρισμα (ενός οργανισμού)
chemical oxygen demand = χημικά απαιτούμενο οξυγόνο
chronic toxicity = χρόνια τοξικότητα (που προκαλείται σε μεγάλη χρονική διάρκεια, πιθανόν να μην είναι θανατηφόρος)
circadian rhythms = βιορυθμοί
classification = ταξινόμηση
coastal plain = παράκτια πεδιάδα
coastal zone = παράκτια ζώνη
colonization = αποίκηση (κατάληψη περιοχή από ομάδα οργανισμών)
colony = αποικία (ευδιάκριτος πληθυσμός ενός είδους)
commensalism = ομοσιτισμός (θετική αλληλεπίδραση μεταξύ δύο οργανισμών)
community = κοινότητα (συνδυασμός ζώων και φυτών που ζουν κάτω από όμοιες οικολογικές συνθήκες)
competition = ανταγωνισμός
competitive exclusion principle = Aρχή του ανταγωνιστικού αποκλεισμού (υπόθεση Gauss, είδη που είναι ανταγωνιστές στην ίδια περιοχή δεν μπορούν να συνυπάρξουν, ένα είδος αποκλείεται ή μεταναστεύει)
competitor = ανταγωνιστής
conservation = διατήρηση
consumer (organism) = καταναλωτής
contamination = επιμόλυνση (παθογόνοι μικροοργανισμοί, συγχέεται με την λέξη infection) (συνήθως χρησιμοποιείται για να υποδηλώνει ελαφρά μορφής ρύπανση όρια της ρύπανσης από ρύπους)
continental shelf = ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα
convergent evolution = συγκλίνουσα εξέλιξη
coral reef = κοραλλιογενής ύφαλος

deciduous = φυλλοβόλο
decomposer = αποσυνθέτης, αποικοδομητής
density-dependent factor = πυκνοεξαρτημένος παράγοντας (παράγοντας του οποίου η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από την πυκνότητα του πληθυσμού)
detritivore = θρυμματοφάγος
detritus, organic = οργανικά θρύμματα (κομμάτια νεκρής οργανικής ύλης)
dimorphism = διμορφισμός (όργανα ενός ατόμου ή τα άτομα ενός πληθυσμού που παρουσιάζουν δυο ή περισσότερες διαφορετικές μορφές, όπως χρώματα)
dispersion = διασπορά
diversity = ποικιλότητα (σε ζωντανά όντα μιας βιοκοινότητας, πολλά είδη)
diversity index = δείκτης ποικιλότητας (η σχέση του αριθμού όλων των ειδών μιας περιοχής)
dominant species = κυρίαρχο είδος

ecological indicator = οικολογικός δείκτης
ecological niche = οικοθέση ή βιοθέση (θώκος, γωνία)
ecological pyramid = οικολογική πυραμίδα
ecosystem = οικοσύστημα (όλοι οι οργανισμοί μιας ορισμένης περιοχής και οι αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον, με ροή ενέργειας, καθορισμένη τροφική δομή, ποικιλότητα και ανακύκλωση ύλης)
ecotone = οικότονος (μεταβατική ζώνη μεταξύ γειτονικών οικοσυστημάτων)
efficiency, ecological = οικολογική αποτελεσματικότητα
effluents = υγρά απόβλητα, λύματα
emission (of pollutant) = εκπομπή ρύπων
endemic species = ενδημικό είδος (που ζει μόνο μέσα σε ένα οροθετημένο γεωγραφικό χώρο)
endemism = ενδημισμός
environment = περιβάλλον (σύνολο βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων)
environmental impact study = μελέτη επιπτώσεων στο περιβάλλον
erodibility = διαβρωσιμότητα (ιδιότητα εδάφους που διαβρώνεται από νερό)
estuary = εκβολή (παράκτιο τελικό τμήμα ποταμού)
eutrofication = ευτροφισμός
exclusive species = αποκλειστικά είδη

fallow = αγρανάπαυση
fauna = πανίδα (σύνολο των ζώων μιας περιοχής)
fecundity = γονιμότητα, αναπαραγωγικότητα
fertility = γονιμότητα (ιδιότητα εδάφους, ικανότητα οργανισμού να παράγει απογόνους)
flora = χλωρίδα (σύνολο των φυτών μιας περιοχής)
food chain = τροφική αλυσίδα
food pyramid = τροφική πυραμίδα
food web = τροφικό πλέγμα (γραφική παράσταση αλληλοσυνδεδεμένων τροφικών αλυσίδων)

grassland = ποολίβαδο (αγροτική περιοχή με αγρωστώδη)
gravel = αδρομερές ίζημα
growth = αύξηση (μετρήσιμη μεταβολή οργανισμού, πληθυσμού ή κοινότητας)

habitat = ενδιαίτημα, οικότοπος (τόπος όπου ζει ένα είδος, πληθυσμός ή κοινότητα και χαρακτηρίζεται από ορισμένες συνθήκες)
herbicide = ζιζανιοκτόνα
herbivore = φυτοφάγος
holism = ολισμός (άποψη ότι η ζωή βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το αβιοτικό περιβάλλον, ολοκληρωμένο σύστημα)
homeostasis = ομοιόσταση (ικανότητα ατόμου, πληθυσμού ή κοινότητας να επανέρχεται στην κανονική κατάσταση παρά τις εξωτερικές μεταβολές του περιβάλλοντος)
humic acids = χουμικά οξέα (οργανικά οξέα που περιέχονται στο έδαφος, ακαθόριστη σύνθεση, προέρχονται από εκχύλιση εδαφών)
humus = χούμος (κλάσμα οργανικής ουσίας του εδάφους, υπόλειμμα αποικοδόμησης φυτικών και ζωικών υλικών)

immigration = ενδομετανάστευση
index of similarity = δείκτης ομοιότητας
index species = είδος δείκτη
indigenous = ιθαγενής
industrial effluents = βιομηχανικά απόβλητα
inland waters = εσωτερικά νερά
interaction = αλληλεπίδραση
interference = παρεμβολή
interspecific = διειδικός, διαειδικός

lagoon = λιμνοθάλασσα (αβαθής μικρή ή μεγάλη υδατοσυλλογή)
leaching (of soil) = έκπλυση εδάφους (απομάκρυνση υδατοδιαλυτών ουσιών από το έδαφος)
lentic waters = στάσιμα νερά
life forms = βιοτικές μορφές
limiting factor = περιοριστικός παράγοντας
littoral zone = παραλιακή ή παράλια ζώνη
localization = τοπισμός (στενές σχέσεις ζώων σε ιδιαίτερη περιοχή σαν αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του)
 

nickel

Administrator
Staff member
macrofauna = μακροπανίδα (ζωικά είδη μικρού μεγέθους ορατά με γυμνό μάτι)
mangrove (vegetation) = μαγκρόβια βλάστηση (κυρίως χαμηλά δένδρα και θάμνους, σε πεδινές και υποτροπικές περιοχές κοντά σε εκβολές ποταμών)
marsh = έλος (στάσιμα νερά)
meadow = μικρό λιβάδι
Mediterranean-type ecosystems = μεσογειακού-τύπου οικοσυστήματα
meiofauna = μειοπανίδα (ζωικοί οργανισμοί 0,5-0,15 χιλιοστά του μέτρου)
midlittoral zone = μεσοπαραλιακή ζώνη
mimicry = μιμητισμός
monitoring = παρακολούθηση (ποιοτική και ποσοτική παρακολούθηση αλλαγών, συγκεντρώσεις ρύπων, στο περιβάλλον ή οικοσυστήματα)
mulch = εδαφοκάλυμμα
mutualism = αμοιβαιότητα

natural selection = φυσική επιλογή (μεταβολή στη συχνότητα γενετικών γνωρισμάτων ενός πληθυσμού, τα οποία δρουν θετικά ή αρνητικά στην επιβίωση και την αναπαραγωγή)
native species = ιθαγενές είδος
neutralism = ουδετερισμός (απουσία αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο ειδών)
niche, ecological = οικοθέση, βιοθέση (θώκος, γωνία)
nitrogen fixation = δέσμευση αζώτου, αζωτοδέσμευση
nocturnal = νυκτερινός, νυκτόβιος
nutrient substances = θρεπτικές ουσίες
nutrients = θρεπτικά συστατικά

oligotrophic = ολιγότροφος (υδατοσυλλογές φτωχές σε θρεπτικά συστατικά)
omnivorous = παμφάγος
overgrazing = υπερβόσκηση
oxygen deficit = έλλειμμα οξυγόνου

palatability = γευστικότητα
pasture = λειμώνας, τεχνητό λιβάδι
parasite, parasitism = παράσιτο, παρασιτισμός
pattern, distribution = διαμόρφωση κατανομής, διανομής
patch distribution = χωρομωσαϊκή κατανομή (η κατά τόπους γεωγραφική διανομή ενός είδους)
peat = τύρφη (χαλαρό εδαφικό υλικό από αποικοδομημένη οργανική ύλη)
pelagic zone = πελαγική ζώνη
periphyton = περίφυτο (μικροσκοπικοί οργανισμοί που ζουν στο νερό, προσκολλημένοι στο βυθό)
persistence = εμμονή (ιδιότητα ουσίας να μην διασπάται)
pesticide = παρασιτοκτόνο
phytoplankton = φυτοπλαγκτόν (φυτικοί πλαγκτονικοί οργανισμοί)
plankton = πλαγκτόν (υδρόβιοι μικροοργανισμοί
pollutant = ρύπος (ουσία που προκαλεί ρύπανση)
polluters = ρυπαντές (πηγές ρύπανσης, αυτοί που εκλύουν ρύπους))
pollution = ρύπανση (για την ρύπανση του περιβάλλοντος από παθογόνους μικροοργανισμούς πρέπει να χρησιμοποιείται η λέξη μόλυνση)
polymorphism = πολυμορφισμός (διαφορετικές μορφές ενός είδους που βρίσκονται μέσα στο ίδιο ενδιαίτημα ή οικότοπο)
population = πληθυσμός (σύνολο ατόμων του ίδιου είδους που ζει σε ένα χώρο)
population dynamics = δυναμική πληθυσμού (σύνολο μεταβολών του πληθυσμού σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν)
prairie = λιβαδική πεδιάδα
predation = αρπακτικότητα, θήρευση
predator = άρπαγας, θηρευτής
primary community = πρωτογενής κοινότητα (φυσική κοινότητα μιας περιοχής)
producer (organism) = παραγωγός, οργανισμός (που είναι αυτότροφοι και με την χρήση της ενέργειας του ήλιου παράγουν ύλη για τους καταναλωτές)

rain forest = βροχοδάσος, βροχερό δάσος (κλειστό αείφυλλο δάσος τροπικών περιοχών, χαμηλό υψόμετρο, με μεγάλη ετήσια βροχόπτωση)
range management = λιβαδοπονική διαχείριση (μελέτη της λιβαδοπονίας, ή επιστήμη σχεδιασμού και κατευθυνόμενης χρήσης λιβαδιού)
recycling = ανακύκλωση
reef = ύφαλος
reforestation = αναδάσωση
rotation, crop = αμειψισπορά (εναλλαγή είδους φυτών που καλλιεργούνται σε αγρό από περίοδο σε περίοδο)
rotation grazing = περιτροπική βόσκηση
r-selection k-selection = r- επιλογή, K- επιλογή (γνωρίσματα επιλογής που καθορίζουν την γονιμότητα και την επιβίωση πληθυσμού σε χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα ή η ανταγωνιστική ικανότητα σε πληθυσμιακή πυκνότητα που πλησιάζει τη φέρουσα ικανότητα)

salinity = αλατότητα (νερού)
salt marsh = αλόελος (κοντά σε θάλασσα περιοχή με υψηλές τιμές αλατότητας)
sampling = δειγματοληψία
saprobic (organism) = σαπρόβιος, οργανισμός (που ζει από νεκρή ή σαπρή οργανική ύλη)
scavenger = κοπρονεκροφάγος
senescence = γηρασμός
sex ratio = αναλογία φύλου
silt = ιλύς
sludge deposits = βορβορώδεις αποθέσεις
smog = καπνομίχλη
soil texture = υφή εδάφους
speciation = ειδοπλασία (διεργασίες της εξέλιξης που δημιουργούν νέα είδη)
species = είδος, είδη
stimulus = ερέθισμα
stratification = στρωματοποίηση, στρωμάτωση (κατανομή οργανισμών που ζουν σε συγκεκριμένη περιοχή σε διαδοχικά οριζόντια στρώματα)
stress = καταπόνηση
sublittoral zone = υποπαράλια ζώνη
subtropical zone = υποτροπική ζώνη
succession = διαδοχή (αντικατάσταση πληθυσμών σε οικότοπο μέσα από κανονική εξέλιξη)
sustainable development = βιώσιμη ανάπτυξη, αειφόρος ανάπτυξη
symbiosis = συμβίωση
synergism = συνέργεια, συνεργισμός (συνδυασμένη δράση δύο παραγόντων για αυξημένη δράση)

taxis = τακτισμός (ανταπόκριση οργανισμού σε ερέθισμα)
terrestrial = χερσαίος
territory = ζωτικός χώρος
thermocline = θερμοκλινές (στρώμα του νερού υδατοσυλλογής στο οποίο η θερμοκρασία πέφτει πολύ γρήγορα σε σχέση με το βάθος)
threshold = ουδός, κατώφλι (όριο μιας τοξικής ή επικίνδυνης ουσίας που μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε ζωντανούς οργανισμούς)
tidal marsh = παλιρροιακό έλος
tolerance = ανοχή (ικανότητα οργανισμού να ευδοκιμεί μέσα σε ορισμένα όρια)
tolerance limit = όριο ανοχής (συγκέντρωση τοξικής ουσίας στην οποία μπορεί να αντέχει ορισμένο ποσοστό ενός πληθυσμού)
tolerance range = εύρος ανοχής
translocation (of substances) = μετατόπιση, ουσιών
trophic level = τροφικό επίπεδο
tropism = τροπισμός (ανταπόκριση διαφόρων οργάνων των οργανισμών σε ερεθίσματα)

vector = φορέας
vegetative = βλαστητικός, βλαστικός
vigor = σφρίγος, ευρωστία
vitality = ζωτικότητα

warm-blooded animals = θερμόαιμα ζώα
water quality standards = πρότυπα ποιότητας νερού
weed killers = ζιζανιοκτόνα
wetland = υγρότοπος (επιφάνεια ελώδης, τυρφώδη, γενικά υδατοσυλλογή)
wild life = άγρια ζωή (μη εξημερωμένα σπονδυλωτά ζώα)

zooplankton = ζωοπλαγκτόν (ζωικοί πλαγκτονικοί οργανισμοί)

Βιβλιογραφία
Κούκουρας Θ, Αριανούτσου Μ, Γεράκης ΠΑ. Ερμηνευτικό Λεξικό Οικολογικών
και Συναφών Όρων
. Ένωση Ελλήνων Οικολόγων. Γαρταγάνης, Θεσσαλονίκη,
1986.
Παταργιάς Θ, Σέκερης Κ, Σέκερη-Παταργιά Κ., Μαργαρίτης Λ. Λεξικό
Βιολογικών και Ιατρικών όρων.
Ελληνικές Επιστημονικές Εκδόσεις, Αθήνα,
1997.
 
Last edited:
Top