Μου κάνει εντύπωση. Ο όρος σαφώς είναι τρέχων και χρησιμοποιείται κατά κόρον και από τους παραγωγούς. Κατά το ελληνοαγγλικό του Γεωργακά είναι νεολογισμός του Κουμανούδη.
Ευκαιρία (
πρέπει να θυμάμαι ότι τις λέξεις από Α τις κοιτάζουμε και στον Γεωργακά, πρέπει να θυμάμαι...) να αντιγράψουμε τι λέει ο Γεωργακάς.
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστακτήριο [apostaktírio] το,
= αποστακτήρας ο: αποστακτήρια αιθέριων ελαίων από αρωματικά φυτά | χιλιάδες χωριατοπούλες .. τρυγούν το πλουτοφόρο άνθος και το στέλνουν στα βιομηχανικά αποστακτήρια (Melos)
still-house, distillery (syn αποσταγματοποιείο): απ' τα στόματά τους ξέφευγε με τα θυμωμένα λόγια και μια οσμή που θύμιζε όλα τ' αποστακτήρια του Έντιμπουργκ (Karagatsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποστακτήριον, der of αποστάζω]
Δεν είναι ακριβώς νεολογισμός του Κουμανούδη, είναι νεολογισμός που καταγράφεται στη
Συναγωγή του Στέφανου Κουμανούδη, με αφετηρία εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Η λέξη υπάρχει σε διάφορα παλιότερα λεξικά, το περίεργο είναι που δεν μπήκε στα νεότερα λεξικά, ούτε στα αγγλοελληνικά ούτε στο ΙΑΤΕ.
Αποκαταστάθηκε κι αυτό (να μη μένει στο ράφι).