Είναι γνωστά η έφιππη τοξοβολία (horseback archery, mounted archery) και οι έφιπποι τοξότες (οι ιπποτοξότες σε Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα και Αρριανό). Σήμερα ωστόσο κάποιος παρατηρητικός κύριος σε σαραντάκειο νήμα συνέλαβε μια «*ιππήλατη τοξοβολία» στην Ελευθεροτυπία.
Αφήνω τα της έφιππης σε άλλους που έχουν αυτά τα ενδιαφέροντα και πιάνω τα –ήλατα:
ατμήλατος = steam-driven (π.χ. ατμήλατες μηχανές = steam-driven engines)
ιππήλατος = horse-drawn (π.χ. ιππήλατη άμαξα = horse-drawn carriage)
κωπήλατος = oar-propelled (π.χ. κωπήλατο σκάφος = oar-propelled vessel)
οιστρήλατος (αρχική σημασία: driven by a gadfly) = driven (μία εκδοχή, το σκέτο driven, Encarta: striving to achieve personal goals because of a strong need or inner compulsion)
ονήλατος = donkey-driven (π.χ. ονήλατη άμαξα = donkey-driven cart) [Σημ. Να αποφεύγεται η μετάφραση σε ass-driven.]
τροχήλατος = wheeled, wheel-driven, wheel-propelled, (running) on wheels | τροχήλατο πλοίο = paddleboat, paddle wheeler, paddle steamer | (σύμφωνα με τον Πάπυρο) τροχήλατο: «μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές, ντρεζίνα» = handcar, pump trolley.
Αυτά τα σε –ήλατος είναι από το ρήμα ελαύνω και, εκτός από τα παραπάνω, έχουμε και επίθετα που σχετίζονται με την έλαση, τη σφυρηλασία μετάλλων: ευήλατος, δυσήλατος, σφυρήλατος, ψυχρήλατος (cold-drawn· ψυχρηλασία, cold-drawing).
Με μπέρδεψε ωστόσο ένα λήμμα στο Παπυρολεξικό, όπου, εκτός από το γνωστό «σφυρήλατος», υπάρχει και ομώνυμο «σφυρήλατος», αρχαίο, που σημαίνει:
(για ελέφαντα που κολυμπά) αυτός που κινείται στηριζόμενος στα σφυρά τών ποδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Εγώ έψαξα στο TLG και τέτοιο ελέφαντα δεν βρήκα. Και στο LSJ, και τέτοιο σφυρήλατο δεν βρήκα. (Και γιατί να παραβάλω με το χαλκήλατος, που σημαίνει «κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό»;) Μας κάνει πλάκα ο Πάπυρος; Λύστε μου την απορία προτού τρελαθώ! Λες και δεν μου έφτανε μεσημεριάτικα η *ιππήλατη τοξοβολία.
Αφήνω τα της έφιππης σε άλλους που έχουν αυτά τα ενδιαφέροντα και πιάνω τα –ήλατα:
ατμήλατος = steam-driven (π.χ. ατμήλατες μηχανές = steam-driven engines)
ιππήλατος = horse-drawn (π.χ. ιππήλατη άμαξα = horse-drawn carriage)
κωπήλατος = oar-propelled (π.χ. κωπήλατο σκάφος = oar-propelled vessel)
οιστρήλατος (αρχική σημασία: driven by a gadfly) = driven (μία εκδοχή, το σκέτο driven, Encarta: striving to achieve personal goals because of a strong need or inner compulsion)
ονήλατος = donkey-driven (π.χ. ονήλατη άμαξα = donkey-driven cart) [Σημ. Να αποφεύγεται η μετάφραση σε ass-driven.]
τροχήλατος = wheeled, wheel-driven, wheel-propelled, (running) on wheels | τροχήλατο πλοίο = paddleboat, paddle wheeler, paddle steamer | (σύμφωνα με τον Πάπυρο) τροχήλατο: «μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές, ντρεζίνα» = handcar, pump trolley.
Αυτά τα σε –ήλατος είναι από το ρήμα ελαύνω και, εκτός από τα παραπάνω, έχουμε και επίθετα που σχετίζονται με την έλαση, τη σφυρηλασία μετάλλων: ευήλατος, δυσήλατος, σφυρήλατος, ψυχρήλατος (cold-drawn· ψυχρηλασία, cold-drawing).
Με μπέρδεψε ωστόσο ένα λήμμα στο Παπυρολεξικό, όπου, εκτός από το γνωστό «σφυρήλατος», υπάρχει και ομώνυμο «σφυρήλατος», αρχαίο, που σημαίνει:
(για ελέφαντα που κολυμπά) αυτός που κινείται στηριζόμενος στα σφυρά τών ποδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Εγώ έψαξα στο TLG και τέτοιο ελέφαντα δεν βρήκα. Και στο LSJ, και τέτοιο σφυρήλατο δεν βρήκα. (Και γιατί να παραβάλω με το χαλκήλατος, που σημαίνει «κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό»;) Μας κάνει πλάκα ο Πάπυρος; Λύστε μου την απορία προτού τρελαθώ! Λες και δεν μου έφτανε μεσημεριάτικα η *ιππήλατη τοξοβολία.