Στο κείμενο που έγραψε ο Χρίστος Ζουράρις στην Καθημερινή με παρέπεμψε ένα καλό πουλάκι για να δω την «περίπυστη θεωρία» (περίπυστος = περίφημος), αλλά εμένα το μάτι έπεσε στον εκλεκτοφάγο.
Το άρθρο είναι παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης τού Physiologie du goût του Μπριγιά-Σαβαρέν (με ενωτικό, παρακαλώ). Αν δεν έχετε ακούσει το όνομα του Γάλλου γαστρονόμου και συγγραφέα της Φυσιολογίας της γεύσης, το σαβαρέν σας θα το έχετε φάει πάντως.
Ας δούμε μερικούς γαστρονομικούς όρους, σύμφωνα με την ιεραρχία της γαστρονομίας.
gastronome
Η γαστρονομία είναι ελληνικότατη λέξη (τίτλος ενότητας του ποιήματος Ηδυπάθεια, με γαστρονομικό περιεχόμενο, που έγραψε κάποιος Αρχέστρατος και μέρος του οποίου διέσωσε ο Αθήναιος στον Δειπνοσοφιστή). Πήρε τη λέξη μετά ο Γάλλος Berchoux, την έκανε τίτλο δικού του ποιήματος (La Gastronomie) και η λέξη ξαναμπήκε στις γλώσσες για να δηλώσει την τέχνη της υψηλής μαγειρικής και της απόλαυσης του καλού φαγητού. Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, η γαστρονομία κουβάλησε τον γαστρονόμο και το επίθετο γαστρονομικός. Ο γαστρονόμος βρίσκεται στην κορυφή της γαστρονομικής ιεραρχίας.
gourmet
ο καλοφαγάς, ο γκουρμέ (κοινώς ο γκουρμές) και, τώρα, ο εκλεκτοφάγος (ο πρωτολογισμός, σύμφωνα με τον Ζουράρι, ανήκει στη Σεσίλ Μαργέλου).
epicure
Ο επικούρειος, ο ευδαιμονιστής, όταν έχουμε να κάνουμε με μια γενικότερη φιλοσοφία για τη ζωή (pig philosophy, η φιλοσοφία του γουρουνιού, κατά τον Καρλάιλ). Αλλά στα αγγλικά έχει πρωτίστως τη σημασία του εκλεκτοφάγου (πρέπει να βάλω όλες τις πτώσεις του νεολογισμού, για τις αναζητήσεις του Γκουγκλ).
gourmand
Ο γαστρίμαργος. Εδώ μπερδεύουν τα πράγματα, και στα αγγλικά και στα ελληνικά. Μάργος ήταν ο άπληστος στα αρχαία και ο γαστρίμαργος, σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, είναι ο λαίμαργος, ο φαγάς, ο κοιλιόδουλος, ο λιχούδης. Στα αγγλικά ο gourmand ήταν συνώνυμο του glutton, αλλά συχνά χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο του gourmet, οπότε προσοχή στη σημασία που έχει στο κείμενο. Πάντως, ίσως από μεταφραστική επιρροή, ο γαστρίμαργος και, κυρίως, το επίθετο γαστριμαργικός χρησιμοποιούνται συχνά με θετική σημασία.
(Trivia: Οι Γάλλοι διαμαρτύρονται που η λίστα της Καθολικής εκκλησίας με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα χρησιμοποιεί τη λέξη gourmandise για τη λαιμαργία και ζητούν να αντικατασταθεί από την gloutonnerie.)
glutton
Ο φαγάς, όχι ο καλοφαγάς. Ο κοιλιόδουλος, ο λαίμαργος. Εδώ ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Εδώ πια φτάσαμε στη φιλοσοφία του γουρουνιού. Βλέπε και Επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Ή απλώς το Seven. (Αν και υπάρχει και η ακόμα πλησιέστερη στο γουρούνι κατηγορία του greedy pig, του greedy-guts, γαλλιστί goinfre.)
Στο συναφές λεξιλόγιο θα πρέπει να δούμε και τις παρακάτω λέξεις:
food (and wine) connoisseur
Ο γευσιγνώστης. Και ο wine connoisseur, οινογνώστης (αν θέλετε να εξειδικεύσετε). Αυτός το έχει κάνει επάγγελμα. (Αλλά δεν μου μίλησαν αρκετά νωρίς γι' αυτό, στον επαγγελματικό προσανατολισμό.)
foodie
Ο καλοφαγάς. Προτείνω να πάρουμε τον όρο από τον gourmet και να τον δώσουμε στον αγγλικό νεολογισμό.
bon vivant, bon viveur
Ο καλοζωιστής. Το σωστό γαλλικό είναι το πρώτο, το bon vivant, αλλά εμείς προτιμήσαμε το λάθος: μπον βιβέρ.
Το άρθρο είναι παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης τού Physiologie du goût του Μπριγιά-Σαβαρέν (με ενωτικό, παρακαλώ). Αν δεν έχετε ακούσει το όνομα του Γάλλου γαστρονόμου και συγγραφέα της Φυσιολογίας της γεύσης, το σαβαρέν σας θα το έχετε φάει πάντως.
Ας δούμε μερικούς γαστρονομικούς όρους, σύμφωνα με την ιεραρχία της γαστρονομίας.
gastronome
Η γαστρονομία είναι ελληνικότατη λέξη (τίτλος ενότητας του ποιήματος Ηδυπάθεια, με γαστρονομικό περιεχόμενο, που έγραψε κάποιος Αρχέστρατος και μέρος του οποίου διέσωσε ο Αθήναιος στον Δειπνοσοφιστή). Πήρε τη λέξη μετά ο Γάλλος Berchoux, την έκανε τίτλο δικού του ποιήματος (La Gastronomie) και η λέξη ξαναμπήκε στις γλώσσες για να δηλώσει την τέχνη της υψηλής μαγειρικής και της απόλαυσης του καλού φαγητού. Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, η γαστρονομία κουβάλησε τον γαστρονόμο και το επίθετο γαστρονομικός. Ο γαστρονόμος βρίσκεται στην κορυφή της γαστρονομικής ιεραρχίας.
gourmet
ο καλοφαγάς, ο γκουρμέ (κοινώς ο γκουρμές) και, τώρα, ο εκλεκτοφάγος (ο πρωτολογισμός, σύμφωνα με τον Ζουράρι, ανήκει στη Σεσίλ Μαργέλου).
epicure
Ο επικούρειος, ο ευδαιμονιστής, όταν έχουμε να κάνουμε με μια γενικότερη φιλοσοφία για τη ζωή (pig philosophy, η φιλοσοφία του γουρουνιού, κατά τον Καρλάιλ). Αλλά στα αγγλικά έχει πρωτίστως τη σημασία του εκλεκτοφάγου (πρέπει να βάλω όλες τις πτώσεις του νεολογισμού, για τις αναζητήσεις του Γκουγκλ).
gourmand
Ο γαστρίμαργος. Εδώ μπερδεύουν τα πράγματα, και στα αγγλικά και στα ελληνικά. Μάργος ήταν ο άπληστος στα αρχαία και ο γαστρίμαργος, σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, είναι ο λαίμαργος, ο φαγάς, ο κοιλιόδουλος, ο λιχούδης. Στα αγγλικά ο gourmand ήταν συνώνυμο του glutton, αλλά συχνά χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο του gourmet, οπότε προσοχή στη σημασία που έχει στο κείμενο. Πάντως, ίσως από μεταφραστική επιρροή, ο γαστρίμαργος και, κυρίως, το επίθετο γαστριμαργικός χρησιμοποιούνται συχνά με θετική σημασία.
(Trivia: Οι Γάλλοι διαμαρτύρονται που η λίστα της Καθολικής εκκλησίας με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα χρησιμοποιεί τη λέξη gourmandise για τη λαιμαργία και ζητούν να αντικατασταθεί από την gloutonnerie.)
glutton
Ο φαγάς, όχι ο καλοφαγάς. Ο κοιλιόδουλος, ο λαίμαργος. Εδώ ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Εδώ πια φτάσαμε στη φιλοσοφία του γουρουνιού. Βλέπε και Επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Ή απλώς το Seven. (Αν και υπάρχει και η ακόμα πλησιέστερη στο γουρούνι κατηγορία του greedy pig, του greedy-guts, γαλλιστί goinfre.)
Στο συναφές λεξιλόγιο θα πρέπει να δούμε και τις παρακάτω λέξεις:
food (and wine) connoisseur
Ο γευσιγνώστης. Και ο wine connoisseur, οινογνώστης (αν θέλετε να εξειδικεύσετε). Αυτός το έχει κάνει επάγγελμα. (Αλλά δεν μου μίλησαν αρκετά νωρίς γι' αυτό, στον επαγγελματικό προσανατολισμό.)
foodie
Ο καλοφαγάς. Προτείνω να πάρουμε τον όρο από τον gourmet και να τον δώσουμε στον αγγλικό νεολογισμό.
bon vivant, bon viveur
Ο καλοζωιστής. Το σωστό γαλλικό είναι το πρώτο, το bon vivant, αλλά εμείς προτιμήσαμε το λάθος: μπον βιβέρ.