Themis†
¥
Όχι, η λέξη δεν είναι πλήρως κατειλημμένη.
ΛΚΝ: ναυαγοσώστης ο [navaγosóstis] Ο10 θηλ. ναυαγοσώστρια [navaγosó stria] Ο27 : αυτός που είναι ειδικευμένος στη διάσωση ναυαγών ή κολυμβητών που κινδυνεύουν να πνιγούν.
ΛΝΕΓ: ναυαγοσώστης (ο) [1888] {ναυαγοσώστων}, ναυαγοσώστρια (η)
{ναυαγοσωστριών} 1. πρόσωπο που µετέχει σε (οργανωµένη) αποστολή ή προσπάθεια διασώσεως ναυαγών ή πλοίων που ναυάγησαν 2. (ειδικότ.) ειδικά εκπαιδευµένος υπάλληλος οργανωµένης πλαζ, που έχει ως έργο να επιβλέπει τον χώρο συνήθ. από ειδική εξέδρα και να επεµβαίνω, όταν κάποιος από τους λουοµένους κινδυνεύει να πνιγεί, για να τον σώσει.
Η έννοια του ναυαγοσωστικού ενισχύει την πρώτη σημασία του ναυαγοσώστη. Φυσικά, πάντα χρειάζονται και τα συμφραζόμενα...
ΛΚΝ: ναυαγοσώστης ο [navaγosóstis] Ο10 θηλ. ναυαγοσώστρια [navaγosó stria] Ο27 : αυτός που είναι ειδικευμένος στη διάσωση ναυαγών ή κολυμβητών που κινδυνεύουν να πνιγούν.
ΛΝΕΓ: ναυαγοσώστης (ο) [1888] {ναυαγοσώστων}, ναυαγοσώστρια (η)
{ναυαγοσωστριών} 1. πρόσωπο που µετέχει σε (οργανωµένη) αποστολή ή προσπάθεια διασώσεως ναυαγών ή πλοίων που ναυάγησαν 2. (ειδικότ.) ειδικά εκπαιδευµένος υπάλληλος οργανωµένης πλαζ, που έχει ως έργο να επιβλέπει τον χώρο συνήθ. από ειδική εξέδρα και να επεµβαίνω, όταν κάποιος από τους λουοµένους κινδυνεύει να πνιγεί, για να τον σώσει.
Η έννοια του ναυαγοσωστικού ενισχύει την πρώτη σημασία του ναυαγοσώστη. Φυσικά, πάντα χρειάζονται και τα συμφραζόμενα...