Λοιπόν το 1979 εκεί ΔΕΝ υπήρχε τίποτε.
Έτσι, στο δεν υπήρχε τίποτα, θυμάμαι τη μισή Ελλάδα.
Παράδειγμα το Αντίρριο και όλη την περιοχή από τα φεριμπότ μέχρι τη Ναύπακτο, είχε μόνο ένα γιαπί εγκαταλελειμμένο όλο κι όλο, στη μέση του πουθενά. Πηγαίναμε για χόρτα οικογενειακώς γιατί εκεί λέει είχε καλύτερα από τα περίχωρα των Πατρών γιατί ήταν ακατοίκητα. Εγώ σκυλοβαριόμουνα, πού να εκτιμήσω την άγρια φύση κλπκλπ, και δεν έτρωγα τα χόρτα άλλωστε. Τώρα είναι γεμάτο εξοχικά που ξεφύτρωσαν την τελευταία δεκαετία, άντε δεκαπενταετία.
Ομοίως στο χωριό μας πηγαίναμε για μπάνιο μόνο εμείς, όποτε είχε διάθεση ο παππούς μου να μας πάει με το ιχ, γιατί λεωφορείο δεν πήγαινε στην παραλία. Όπου το λέγαμε μας έλεγαν πως το αντέχουμε, η θάλασσα είναι ψυγείο, έχει πέτρες κλπκλπ. Ε, τώρα όχι μόνο πάει στην παραλία λεωφορείο, αλλά πάει κι όλη η Πάτρα, έχει γεμίσει μαγαζιά που παίζουν μουσική δυνατά και τηγανίζουν καλαμαράκια βρωμερά και για να καθίσεις στη θάλασσα πρέπει να πληρώσεις και κινδυνεύει η ζωή σου από τις ρακέτες και τις μπάλες και τα αυτιά σου από τα μωρά Γιαννάαακη, βγες έξω θα σε τσακίσω κλπκλπ. Α, ναι, και το χωριό μετονομάστηκε τη δεκαετία του '80 γιατί οι κάτοικοι (50% ΠΑΣΟΚ και 50% ΚΚΕ) αποφάσισαν τόσο όψιμα να κάνουν την αντιτσιφλικάδικη επανάστασή τους. Πούλησαν κι όλα τα αμπέλια και τις καλαμιές και έχουν γίνει τώρα βίλες και μέσα στο χωριό γκρέμισαν τα πάντα και χτίσαν πολυκατοικίες. Μέχρι και στο νεκροταφείο που υπήρχε πάντα χώρος δωρεάν για τους χωριανούς, πούλησαν τάφους σε ξένους (η γιαγιά μου το θεώρησε το άκρον άωτον της ηθικής κατάπτωσης του χωριού ή μάλλον του νεωκόρου και του παπά).
Περιμένεις πού και πού καμιά μέρα σαν εκείνη πρόπερσι το Σεπτέμβριο, που με την απειλή της βροχής πήγα στη θάλασσα. Δεν υπήρχε ψυχή, τα σπίτια κλειδωμένα, ηρεμία, η θάλασσα λάδι, κρυστάλλινη και όλα τα ποιητικά, το καλύτερο μπάνιο. Ε, ψιχάλιζε λίγο στην επιστροφή, αλλά ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.