Νόμιζα από την αρχή ότι η Κάπα ήθελε να ξεφύγει από τη μονολεκτική (και μικροσοφτική) «συρραφή». Αν το κείμενο το επιτρέπει, ας μην αφήσουμε τον χρήστη να πιστέψει ότι ο υπολογιστής ή ο εκτυπωτής θα αναλάβει και το ρόλο του συρραπτικού. Το collate ποτέ δεν σήμαινε «συρραφή». Η αρχική του σημασία έχει να κάνει με την αντιπαραβολή. Και στην τυπογραφία ήταν ο έλεγχος των δεκαεξασέλιδων, για να διαπιστωθεί ότι μπήκαν στη σωστή σειρά. Στους υπολογιστές πήρε τη σημασία της ταξινόμησης (έχει κυκλοφορήσει και ο όρος «διαταξινόμηση»). Στους εκτυπωτές είναι η εκτύπωση 1-2-3-1-2-3 αντί για 1-1-2-2-3-3, δηλαδή, αν ζητήσεις να σου τυπώσει ένα πολυσέλιδο κείμενο δύο ή περισσότερες φορές, σου βγάζει τις παρτίδες έτοιμες για «δέσιμο», «συρραφή». Άρα η σωστή μετάφραση θα ήταν «ταξινόμηση σε παρτίδες», μια κι εδώ δεν έχουμε δεκαεξασέλιδα. Όπου λοιπόν μπορούμε να ξεφεύγουμε από τη «συρραφή» της Microsoft, για να εξηγήσουμε λίγο περισσότερο, δεν βλάπτει.
Η άλλη τώρα σημασία του
collation, του ελαφρού ή πρόχειρου γεύματος, έχει την ίδια προέλευση με το ιταλικό colazione και το ελληνικό κολατσιό; Στο OED διαβάζω:
7. ‘The reading from the Collationes or lives of the Fathers, which St. Benedict (Regula xlii, see 6 b.) instituted in his monasteries before compline' (Dict. Chr. Antiq.). Whether the name actually originated in the Collationes Patrum read on these occasions does not appear certain. Already in Isidore, a 640, the name is simply collatio (Regula S. Isidori c. viii, ‘ad audiendum in Collatione Patrem… ad collectam convenient… Sedentes autem omnes in Collatione tacebunt nisi,’ etc. Du Cange). By Smaragdus a 850, and Honorius of Autun (c 1300), the collatio is explained as being itself a conference of the monks upon the passage read, ‘aliis conferentibus interrogationes, conferunt alii congruas responsiones’. (See Du Cange.)
8. Extended to the light repast or refection taken by the members of a monastery at close of day, after the reading or conference mentioned in 7. (Many quotations combine senses 7 and 8.) Hence, in modern R.C. usage, A light repast made in lieu of supper on fasting days.
9. Hence, in gen. use, A light meal or repast: one consisting of light viands or delicacies (e.g. fruit, sweets, and wine), or that has needed little preparation (often ‘a cold collation’). ‘A repast; a treat less than a feast’ (J.). Originally applied to a repast between ordinary meals, and still retaining much of that character.
Μπορεί κάποιος ιταλομαθής να μας εξηγήσει τι λέει
εδώ, να μην τυραννιέμαι;