... Waiting for corrections/additions/refinements by any passer-by daemanish Cretan.
Θέ μου, και δώσ' μου φώτιση, καρδιά σαν το καζάνι
να κάτσω να συλλογιστώ το Δάσκαλο το Γιάννη
Θέ μου, και δώσ' μου λογισμό και μπόρεση ν' αρχίξω
το Δάσκαλο τον ξακουστό προικιά πρικιά να τραγουδήξω
Θέ μου, και δώσ' μου υπομονή και νουν εις στο κεφάλι
Ν' αναθιβάλω και να ειπώ και τω Σφακιώ τα βάλη
Ήτον ο μπέης τση Βλαχιάς κι ο μπέης 'που τη Μάνη
κρυφοκουβέντες είχανε με το Δασκαλογιάννη
απού 'τονε ξεχωριστός σε πλούτη κι αξιοσύνη
με την καρδιά του ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη
Κάθε Λαμπρή και Κυριακή έβανε το καπέλο
και του Πρωτόπαπα 'λεγε «το Μόσκοβο θα φέρω
να τα συνδράμει τα Σφακιά τσοι Τούρκους να ζυγώξουν
και για τη κόκκινη Μηλιά δρόμο να τωνε δώσουν
Μα κι όποιοι των εθέλουσι στην Κρήτη ν' απομείνουν
σταυρό να προσκυνήσουσι και Χριστιανοί να γίνουν»
Μα 'λεγε κι ο Πρωτόπαπας «Δάσκαλε τα λογιάζεις
θα τα σκλαβώσεις τα Σφακιά μ' αυτά που λογαριάζεις
Κι ανέ το μάθει ο Βασιλιάς, Τουρκιά θα μασε φέρει
να δίδομε δοσίματα σαν κι εις τα κάτω μέρη
να δίδομε δοσίματα, να δίδομε χαράτζια
Μη μασε πέψει ο βασιλιάς χιλιάδες μπαϊράκια
να δίδομε δοσίματα, χαράτζια κάθε χρόνο,
μη μασε πέψει την Τουρκιά να μασε ζώσει πόνο.
Δάσκαλε Γιάννη, σώπασε, την Κρήτη μην ξεβγάλεις,
τα παλικάρια τω Σφακιών εις στη φωθιά θα βάλεις»
«Σώπασε εσύ, Πρωτόπαπα, μα ακόμα δε σου το 'πα
Εγώ θα πάω το σταυρόν εις τω Χανιώ την πόρτα
εγώ θα πάω το σταυρό στην πόρτα να κολλήσω
και με τσι λεμονόκουπες όξω να τσι πορίσω
Δε δίδω 'γώ δοσίματα, δε δίδω 'γώ χαράτζια
κι ας μασε πέψει ο βασιλιάς χιλιάδες μπαϊράκια
Ας μασε πέψει ο βασιλιάς ασκέρια και πασάδες
μα 'χουσιν άντρες τα Σφακιά άξιους πολεμιστάδες
Έχουσιν άντρες τα Σφακιά άξιους και παλικάρια
ούλης τση Κρήτης την Τουρκιά να τηνε φάν' τα ψάρια
«Δε δίδω 'γώ δοσίματα, δε δίδω 'γώ χαράτζια,
κι ας μασε πέψει ο βασιλιάς χιλιάδες μπαϊράκια·
ας μασε πέψει ο βασιλιάς ασκέρια και πασάδες,
μα 'χουσιν άντρες τα Σφακιά κι άξιους πολεμιστάδες
...
Και με τσοι πρώτους του Μοριά έχομε συμφωνίες,
τσοι Τούρκους να τσοι διώξωμε να υπάσι στσι Χιντίες.
Με τση Βλαχιάς τον Πρίτζιπα έχομε μιλημένα,
Τούρκο να μην αφήσωμε στον τόπο μας κιανένα·
κι ο Μόσκοβος ογλήγορα καράβια θε να πέψη,
τσοι δουλωμένους τσοι Ρωμηούς με μιας να ξεμιστέψη».
Ετότες κι ο Πρωτόπαπας κουνεί την κεφαλή του,
συλλογιασμένος βρίσκεται, πολλά θωρεί η ψυχή του.
«Δάσκαλε Γιάννη, λέει του, έλα στο λοϊσμό σου,
ούλης τση Κρήτης το λαό θα πάρης στο λαιμό σου·
και θε να βάλης τα Σφακιά, εκεί που δε χωρούσι,
ούλ' οι πασάδες κι η Τουρκιά επά θα μαζωχτούσι,
κι ώστε να 'ρθούν τα κάτεργα κι ο Μόσκοβος να φτάξη,
δε θα 'χη σπίτι Σφακιανός εις τα Σφακιά να κάτση».
...
Μα 'ρθασι πάλι γράμματα εις του Δασκαλογιάννη,
πως εσηκώθη η Βλαχιά κι η Ρούμελη κι η Μάνη,
πως στο Μοριά Μοσκόβικες αρμάδες τριγυρίζου,
και στη στεριά σιμώνουσι, τα κάστρα φοβερίζου
...
Στσι πρώτες μέρες τ' Απριλιού, ένα κολατσιδάκι,
οι Σφακιανοί σηκώνουσι στση Κράπης το σαντζάκι,
μονομερίς σηκώνουνται, στα Κατωμέρια μπαίνου,
τη συβουλή του βασιλιά δε στέκου ν' ανιμένου,
τσοι Τούρκους διαγουμίζουσι, στα Κάστρα κουβαλιούνται,
κι όσοι 'πομείναν στα χωριά εις τα κονιάκια κλειούνται
...
Πορίζουσ' απού τα Χανιά σαράντα μπαϊράκια,
να υπάσι να τα κάψουσι του Γιάννη τα κονάκια·
Επρεμαζώχτηκ' η Τουρκιά στου Μπαμπαλή το Χάνι,
πάνω στην Κράπη οι Σφακιανοί με το Δασκαλογιάννη·
Και τα καράβια στο Λουτρό απόξω σουλατζάρου,
να βγη τση Κρήτης η Τουρκιά κι αυτά να ξεμπαρκάρου
...
Μαυρίζουσι τα λιόφυτα και ούλα τα χωράφια
από το πλήθος τση Τουρκιάς κι από τα μπαϊράκια.
...
Και κάνουν πρώτο πόλεμον εις το Σελί τση Κράπης,
πέφτουσι Τούρκοι αρίφνητοι κι ο μέγας Τζιρατζάπης,
Πέφτου και δέκα Σφακιανοί, πολλά κι ελαβωθήκα,
εις τα Σωμάρια βγήκασι κι ετοποθετηθήκα.
Ξαναρχινού τον πόλεμο κι οι Τούρκοι είναι 'ποκάτω,
κι εσκοτωθήκαν εκατό εις του Κατρέ τον πάτο
...
Μα η Τουρκιά ήτονε πολλή, αμέτρητες χιλιάδες,
ασκέρια ντόπια, ξενικά, γιανίτζαροι, πασάδες.
...
Σάββατο μέρα φτάξασιν εις τω Σφακιώ τη χώρα,
που η γη κι ο κόσμος έτρεμεν από τα μοιρολόγια.
Η μια 'κλαιγεν τον άντρα τση κι η άλλη τον υγιόν τση,
άλλη τον αφεντάκη τση κι άλλη τον αδερφόν τση.
Το Μεσοχώρι καίουσι, το Θόλος σε μιαν ώρα,
Γιωργίτση και το Μπρος Γιαλό, τω Σφακιανώ τη Χώρα,
τσοι μαγατζέδες κάψανε, καίσι και τ' αργαστήρια
απού πηγαίνασιν οι νιοι κι έπαιζαν τα παιγνίδια·
κι απής τα κατακάψασι, χαλούν τα μοναστήρια,
κι απάνω στην Ανώπολιν εστέξα τα τσαντίρια.
...
Στον Πόρον ήτο ο Δάσκαλος, γράφει να μαζωχτούσι,
κι όσο το γληγορότερο στα Κρούσσια να βρεθούσι.
...
Εκεί πρεμαζωχτήκασι, μα Σφακιανοί 'σαν μόνο,
ωσά στραθιώτες άγγελοι εις του Θεού το θρόνο.
Στη μέση στέκει ο Δάσκαλος ζωσμένος το σπαθί του,
κι εφόρειε το μπουρνούζο του κι έλαμπεν το κορμί του·
λέει «Μας έγραψ' ο Πασάς, να υπά' να τον ιδούμε,
τ' άρματα να του δώσωμε και φίλοι να γενούμε,
κι εγώ θα πάω μοναχός να τον προϋπαντήσω,
κι ανε μ' αφήση ζωντανόν, οπίσω θα γυρίσω».
...
Ετότες τ' αποκρίθηκε και ο Μπουνατογιάννης,
«Δάσκαλ', ιντά 'ναι τα μιλείς κι αυτά π' αναθιβάνεις;
Ανέ κατέβης στου Πασά να τονε προσκυνήσης,
εγώ δεν το πιστεύγω μπλιο πως θα ξαναγυρίσης.
Εμείς εσηκωθήκαμε Τούρκους να πολεμούμε,
κι όι να προσκυνήσωμε, να πά' να σκλαβωθούμε».
...
Και λέει
κι ο Μανούσακας με τον Πατερογιώργη
«Ούλοι θα φουργιαρέψωμε εις τα βουνά, στα όρη,
να 'ν' τα φαράγγια, τα βουνά κι οι νταύκοι κατοικία μας,
παρά να τα σκλαβώσωμε σήμερο τα παιδιά μας.
Μαζί να μας θερίσουσιν η πείνα και το χιόνι,
γή το μαχαίρι των Τουρκών, οι μπάλες, το κανόνι».
...
Κι οι Τούρκοι στην Ανώπολι τα παίξαν τα παιγνίδια
κάτω στο Φραγκοκάστελο τα 'στέξαν τα τσαντίρια·
ούλα τα σπίθια καίουσι, τ' αμπέλια ξεριζώνου,
και κόβουσι και τσι μουρνιές, τσ' ελιές τσι ξεπατώνου
...
Κλαίσιν τα Σφακιανά χωριά μαζί κι ο Αϊ-Γιάννης,
κλαίει κι ο πρώτος τω Σφακιώ, ο Δάσκαλος ο Γιάννης·
κλαίει πως εσκλαβώθηκαν οι δυο του θυγατέρες,
πολύ κακόν εγίνηκεν εκείνες δα τσι μέρες!
...
Μα 'γραψε πάλιν ο Πασάς εις το Δασκαλογιάννη,
λόγια πολύ λυπητερά με πράσινο μελάνι.
«Δάσκαλε Γιάννη τω Σφακιώ, έλα να μ' ανταμώσης,
και τα πουλιά π' αγρίγιεψες πάσκισε να μερώσης
...
Πού είν' ο Μπέης του Μοριά κι ο Μπέης 'πού τη Μάνη,
απού σας εγελάσανε αυτοίν' οι Μοσκοβάνοι;
Ο Βλάχος είναι στη Βλαχιά, την έπαθ' ο Μανιάτης,
και η Ρουσσία κάθεται στα μέρη τα δικά της
...
Σαν έρθης να μιλήσωμε κι επά ν' ανταμωθούμε,
ούλα θε να συμπαθηστού και φίλοι θα γενούμε».
...
Πάν' του Δασκάλου τη γραφή, πιάνει και τη διαβάζει,
τ' αμμάθια του δακρύζουσι και βαριαναστενάζει.
«Εγώ θα πάω στου Πασά, μαγάρι να με πνίξη,
μη σοξεβγάλη τα Σφακιά κι ούλα να τ' αφανίση».
...
Μα βουρκωμένος προπατεί και πάει ν' αλαργάρη,
μέσα η καρδιά του σκλίβωσε κι ας ήτον παλικάρι·
Κι όντεν επέρνα στο χωριό, τ' αμμάθια του εδακρύζα,
απού 'βλεπε τα σπίθια του ακόμη κι εκαπνίζα
...
Στο Κάστρο τον επέψασι το Δάσκαλον το Γιάννη,
να τονε πάν' εις του Πασά επάνω στο ντιβάνι
...
«Καλώς τονε το Δάσκαλο, τον πρώτο των κουρσάρω,
απού μου 'μήνα κι έλεγε 'τσι χώρες σου θα πάρω'.
...
Γλήγορα πάρετέ τονε να φύγ' από μπροστά μου,
να τον ιδώ δίχως πετσί να δροσιστεί η καρδιά μου».
Το Δάσκαλον εγδάρασιν κι άλλους πολλούς επνίξα,
και τσ' άλλους τσ' αποδέλοιπους στη φυλακή τσ' ερίξα.
...
Πού είν' οι
γι άντρες τω Σφακιών, οι άξιοι κι αντρειωμένοι
σ' ούλο τον κόσμο ξακουστοί, περίσσια τιμημένοι;
Πού είν' οι
γι άντρες τω Σφακιών, ούλοι μικοί μεγάλοι,
που το πρωτοσηκώσασι του βασιλιά κεφάλι;
Άλλους έφα' ο πόλεμος κι άλλοι εξενιτευτήκα,
κι έρημα και παντέρημα και τα Σφακιά τ' αφήσα.
Πού είν' η χώρα τω Σφακιώ με τα πολλά καράβια
Με τσ' εκατό τση τσ' εκκλησιές, τα πλούσα τα σεράγια;
Ούλα γενήκατε σωρός και δε βγορίζει σπίτι.
«
Τα γεγονότα της επανάστασης του 1770-1771 στα Σφακιά απαθανατίστηκαν δεκαέξι χρόνια αργότερα στο λεγόμενο «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», αποτελούμενο από 1.032 στίχους, που αποδίδεται στον αγράμματο ριμαδόρο Μπάρμπα Παντζελιό, τυροκόμο από το Μούρι, καταγραμμένο διά χειρός του κτηνοτρόφου Αναγνώστη Σήφη Παπα-Σκορδύλη (1786). Αποσπάσματα του ποιήματος είχαν δει το φως της δημοσιότητας μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά στο σύνολο του δημοσιεύθηκε από τον Γάλλο ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν το 1879 και στη συνέχεια από τον Εμμανουήλ Βαρδίδη το 1888 και τον Παύλο Φαφουτάκη το 1889, σε ελαφρώς διαφορετικές παραλλαγές.»
http://www.tanea.gr/news/greece/article/4145508/?iid=2