Το νήμα της ποίησης

daeman

Administrator
Staff member
...
Dorothy Parker Reads “Inscription for the Ceiling of a Bedroom” in a Rare 1926 Recording
An ode to the unflinching comfort of the bed, our most reliable sanctuary of safety.

Daily dawns another day;
I must up, to make my way.
Though I dress and drink and eat,
Move my fingers and my feet,
Learn a little, here and there,
Weep and laugh and sweat and swear,
Hear a song, or watch a stage,
Leave some words upon a page,
Claim a foe, or hail a friend —
Bed awaits me at the end.

Though I go in pride and strength,
I’ll come back to bed at length.
Though I walk in blinded woe,
Back to bed I’m bound to go.
High my heart, or bowed my head,
All my days but lead to bed.
Up, and out, and on; and then
Ever back to bed again,
Summer, Winter, Spring, and Fall —
I’m a fool to rise at all!

https://soundcloud.com/brainpicker/dorothy-parker-reads

Celebrated writer, humorist, poet, dramatist, and literary critic Dorothy Parker (August 22, 1893–June 7, 1967) was in many ways the sad clown of literature — she survived an unhappy childhood, three troubled marriages (two of them to the same person, who eventually committed suicide by drug overdose), her own suicide attempts, and being blacklisted by the FBI with a 1,000-page dossier. And still she rose to the top of the literary elite, lining her formidable literary talents with unrelenting self-deprecation and transcended the tragedies of her life with her signature sharp wit. But nowhere did her singular blend of wit and wistfulness pierce with greater precision than in her poetry. In this rare 1926 recording, 33-year-old Parker reads her poem “Inscription for the Ceiling of a Bedroom” — an ode to the unflinching comfort of the bed, our most reliable sanctuary of safety — found in her 1936 collection Not So Deep As A Well (public library).



Ζωή δεν είναι να ξυπνάς, να τρως, να θέτεις πάλι
ζωή 'ναι να 'σαι ξυπνητός όταν κοιμούνται οι άλλοι
 

Earion

Moderator
Staff member
Two Poems after Cavafy


The Shades

One candle will suffice. Its glow will be enough.
I need no incantations to invoke
the visions of the past, the sheds of love.

One candle filling out the empty room
will prove much more inviting when they come
encouraged by the flame, its flickering.
Lost in dreams, receptive, by its light
I’ll summon up the shades, the shades of love.


Come back

Come back and lay your hands on me,
the sensuous feelings that I love. Come back
when the body is receptive and on edge –

when yearning travels through the blood
as lips and flesh remember,
when hands reach out to touch.

Come soon and often, the feeling that I love.
Come back and hold me through the night
When lips and flesh remember.

IAN PARKS

TLS, May 22, 2015
 

nickel

Administrator
Staff member
Να αντιγράψω τα πρωτότυπα, για να είναι εύκολη η αντιπαραβολή:


Για νάρθουν

Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Aγάπης, σαν έρθουν η Σκιές.

Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι
να μη έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως —
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για νάρθουν της Aγάπης, για νάρθουν η Σκιές.


Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
 

daeman

Administrator
Staff member
...
The Shepherd Tonie (Anthony Munday, 1560? - 1633)

Colin

B[SIZE=-1]EAUTY[/SIZE] sat bathing by a spring
Where fairest shades did hide her;
The winds blew calm, the birds did sing,
The cool streams ran beside her.
My wanton thoughts enticed mine eye
To see what was forbidden;
But better memory said, fie!
So vain desire was chidden:—
Hey nonny nonny O!
Hey nonny nonny!

Into a slumber then I fell,
When fond imagination
Seemèd to see, but could not tell
Her feature or her fashion.
But ev'n as babes in dreams do smile,
And sometimes fall a-weeping,
So I awaked, as wise this while
As when I fell a-sleeping:—
Hey nonny nonny O!
Hey nonny nonny!

The golden treasury of the best songs and lyrical poems in the English language,
selected and arranged with notes by Francis Turner Palgrave


Hey Nonny Nonny - Violent Femmes

 
Καλησπέρα σας και χρόνια πολλά σε όλους και όλες! Για όσους αγαπούν τον Rimbaud, εδώ βρήκα μια εκτενή πραγμάτευση των διαφόρων ερμηνειών ενός πολύ γνωστού (και αγαπητού μου) ποιήματός του από τις Illuminations, του Après le Déluge. Να πω ότι συμμερίζομαι την άποψη του Sergio Sacchi (βλ.)

Après le Déluge

Aussitôt que l'idée du Déluge se fut rassise,
Un lièvre s'arrêta dans les sainfoins et les clochettes mouvantes et dit sa prière à l'arc-en-ciel à travers la toile de l'araignée.
Oh ! les pierres précieuses qui se cachaient, − les fleurs qui regardaient déjà.
Dans la grande rue sale les étals se dressèrent, et l'on tira les barques vers la mer étagée là-haut comme sur les gravures.
Le sang coula, chez Barbe-Bleue, − aux abattoirs, − dans les cirques, où le sceau de Dieu blêmit les fenêtres. Le sang et le lait coulèrent.
Les castors bâtirent. Les "mazagrans" fumèrent dans les estaminets.
Dans la grande maison de vitres encore ruisselante les enfants en deuil regardèrent les merveilleuses images.
Une porte claqua, et sur la place du hameau, l'enfant tourna ses bras, compris des girouettes et des coqs des clochers de partout, sous l'éclatante giboulée.
Madame*** établit un piano dans les Alpes. La messe et les premières communions se célébrèrent aux cent mille autels de la cathédrale.
Les caravanes partirent. Et le Splendide-Hôtel fut bâti dans le chaos de glaces et de nuit du pôle.
Depuis lors, la Lune entendit les chacals piaulant par les déserts de thym, − et les églogues en sabots grognant dans le verger. Puis, dans la futaie violette, bourgeonnante, Eucharis me dit que c'était le printemps.
− Sourds, étang, − Écume, roule sur le pont, et par dessus les bois; − draps noirs et orgues, − éclairs et tonnerres − montez et roulez; − Eaux et tristesses, montez et relevez les Déluges.
Car depuis qu'ils se sont dissipés, − oh les pierres précieuses s'enfouissant, et les fleurs ouvertes ! − c'est un ennui ! et la Reine, la Sorcière qui allume sa braise dans le pot de terre, ne voudra jamais nous raconter ce qu'elle sait, et que nous ignorons.
 
À la manière de ...

Η μίμηση συνήθως αρχίζει με την ανάπτυξη μιας ωραίας ιδέας που πατάει στα χνάρια του πρωτότυπου. Αλλά δεν αρκεί αυτό· χρειάζεται και μαστοριά. Βρήκα μια συλλογή ποιημάτων του Απόστολου Μαγγανάρη, Ύφη και στυλ. À la manière de ... 120 ποιητών (Αθήνα, 1979). Τα τέσσερα ποιήματα που αναρτώ εδώ έχουν ωραία αφετηρία που μου άρεσε. Ίσως τα δύο τελευταία να μην είναι άψογα στην ολοκλήρωση και το τελείωμά τους...

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΝΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Από θεούς και ανθρώπους τιμημένοι
(από άσημοι εγίνανε τρανοί)
δοξάζονται οι Μπωντλαίρ· τους αναμένει
μια φήμη πιο λαμπρή, πιο φωτεινή.
Οι Λαμαρτίνοι με πικρόχολη φωνή
κι έξαλλοι, θα διαμαρτυρηθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια περιφανή
μπαλάντα στους ποιητές ένδοξοι που ’ναι.

Αν έμειναν οι Κητς πολυυμνημένοι
κι οι Σαίξπηρ τόσα χρόνια ζωντανοί,
ο θάνατος κι αυτούς τους περιμένει.
Κανένας όμως ας μη λησμονεί
τη δόξα που όπου να ’ναι θα φανεί
στους στιχουργούς που επάξια στιχουργούνε.
Κι εγώ μια προσφορά κάνω σεμνή:
μπαλάντα για τους ποιητές ένδοξοι που ’ναι.

Του κόσμου η λατρεία τούς ανασταίνει
και των λαών η αδέκαστη φωνή.
Στη σιγουριά της μοίρας τους δοσμένοι,
που δόξα και τιμές εγκυμονεί,
μια αλήθεια θα ’ναι ατίμητη, γυμνή.
Και ξέροντας πως όλοι τους υμνούνε
κι εγώ συνθέτω εδώ μια ταπεινή
μπαλάντα στους ποιητές ένδοξοι που ’ναι.

Και κάποτε, σαν χρόνοι αλλοτινοί
θα ’ρθουν: «Ποιος ένδοξος ποιητής —ας πούνε—
την έγραψε μια τέτοια αληθινή
μπαλάντα για τους ποιητές ένδοξοι που ’ναι;»


À la manière de . . . Κώστας Καρυωτάκης






Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ

Ω φιλτάτη πατρίς
ω μακαρία Σμύρνα
συ, ηγερία της μνήμης μου,
συ, κυρία των ονείρων μου
. . . . .χαροκαμένη.

Της σκληράς συμφοράς σου
η δόξα επτερύγισεν
εις του κόσμου τα πέρατα·
θέλγει πάντοτε ο στέφανος
. . . . .του μαρτυρίου.

Φλόγα νυν κατακαίει
τα στήθη των Ιώνων
κι ένα νέον αντάμωμα
μένει πόθος διαπρύσιος
. . . . .των Πανελλήνων.


À la manière de . . . Ανδρέας Κάλβος





ΜΕ ΡΑΒΔΟΥΣ ΧΡΥΣΟΥ

Πολύ με ευθυμεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Αχαρναίς, του Κόλια Βλάχου
και της Αρχόντως Μήτρου Κατσιμήτρου:

Όπως ήταν κι ο δύο βλαστοί νεόπλουτων γονέων
(χρυσάφι με τη σέσουλα, να φάν’ κι οι κότες)
θέλησαν να επιδειχθούν στους κεκλημένους των,
κι έτσι, δε φτάνει που εφορτώθησαν με δακτυλίδια,
βραχιόλια και καδένας κι άλλα μαλαματικά,
έφεραν επιπλέον και ράβδους καθαρού χρυσού.

Απ’ την πλευράν των βέβαια ουδέν τρωτόν,
αλλ’ όχι κι από την πλευράν των νηστικών των κεκλημένων·
μόλις εθεάθη η τόσο απάνθρωπος επίδειξις,
ο γάμος έλαβε διαστάσεις στάσης.

Ήρπασαν οι ταλαίπωροι τες ράβδους του χρυσού
κι ήρχισαν να ραβδίζουν τους μελλόνυμφους
(πού σε πονεί και πού δεν σε πονεί, που λέγουν)

Τίποτε το περίεργον και το κατακριτέον δι’ εμέ·
πολύ ορθώς εφέρθησαν οι κεκλημένοι:
Αφού ράβδους χρυσού κουβάλησαν στην στέψιν των,
με ραβδισμούς —και δη χρυσούς— ήρμοζε να τους
στεφανώσουν!


À la manière de . . . Κ. Π. Καβάφης





Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΧΑΝΣΕΝ

Ο Όλαφ Χάνσεν, Σουηδός πλοίαρχος απ’ το Μάλμε,
αφού έδινε διαταγές σ’ όλο το πλήρωμά του
για το πού πάνε, πώς θα πάν’ εκεί και πότ’ εκεί θα φθάσουν
στα τροπικά κείνα νησιά με τα γκρενά λουλούδια
και τα πουλιά που μοιάζουνε σα να ’ναι κληρικοί,
συνήθιζε να κλείνεται μονάχος στην καμπίνα
με τα κομφόρ που αρμόζουνε σ’ αυτόν σαν καπετάνιο
και να ξαπλώνεται γυμνός σε χαμηλή κουκέτα
έχοντας μόνη συντροφιά την ξύλινή του πίπα
και γύρω του ένα σωρό φωτογραφίες που δείχναν
ολόγυμνες κάθε φυλής και χώρας κοπελούδες·
κι αφού αναρίθμητες φορές χάζευε μία μία
αποκοιμιόταν παίρνοντας . . . παρέα του μια απ’ όλες!

Ο κάπταιν Χάνσεν, όπως λεν, συνήθιζε να βγάζει
άσεμνες πόζες κοριτσιών απ’ όλα τα λιμάνια
χωρίς στ’ αλήθεια με καμιά ποτέ του να πλαγιάζει,
κι αύξαινε απλώς τη συλλογή του γυμνοπαραδείσου
που χάζευε και χάιδευε κλεισμένος στην καμπίνα.

Ο κάπταιν Χάνσεν ήθελε πιστός πάντα να μείνει
σ’ αυτήν π’ άφησε πίσω του στη μακρινή πατρίδα,
γιατ’ ήξερε ότι και αυτή τον αγαπούσε όντως
και ας μην ήταν τώρα πια πάνω στην άνθισή της.
Άλλωστε ο Χάνσεν πίστευε στο ελληνικό το γνωμικό
που από χρόνια είχε πολλά στο νου του χαραγμένο:
«Λουλούδι από τον κήπο σου και ας είν’ και μαραμένο»!


À la manière de . . . Νίκος Καββαδίας
 
Γράφουν ποίηση τα κουνελάκια;

Περίμενα να περάσουν λίγες μέρες από τη Διεθνή Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου) για να σας έχω απερίσπαστους από ασεβείς σκέψεις σύγκρισης και να μοιραστώ μαζί σας ένα κείμενο που βρήκα δημοσιευμένο στο περιοδικό Ποιητική (τεύχος 16, Φθινόπωρο 2015). Το πρόσεξα γιατί μου έκανε εντύπωση το όνομα πριν απ’ τον τίτλο.

Δείτε το εξώφυλλο και διαβάστε στην πέμπτη αράδα:



Pamela Anderson, «Να σιγοκαίει».

Ναι είναι αυτή που νομίσατε. Η Πάμελα Άντερσον, η ναυαγοσώστρια του Μπέιγουοτς, η φαντασίωση μυριάδων ανδρών, η ξανθιά με το ρεκόρ των δεκατριών εξωφύλλων στο Πλεϊμπόι. Η Πάμελα, 48 ετών σήμερα, με τέσσερις γάμους και δύο παιδιά στο παρελθόν της, με τη ζωή της ορθάνοιχτη στη βορά των μέσων ενημέρωσης, έχει το θάρρος να εκτίθεται επιχειρώντας να εκφράσει δημόσια τις ευαισθησίες της. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό —τα πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα, δεν συμφωνείτε;

Στις 8 Ιουλίου 2014 η Πάμελα δημοσίευσε στη σελίδα της στο Φέισμπουκ (που δεν υπάρχει πια) ένα μακρόστιχο μονόλογο με τον τίτλο Smoldering. Κι αυτή, ας σημειωθεί, δεν ήταν η πρώτη της προσπάθεια για δημιουργική γραφή. Το κείμενο, γραμμένο ως φαίνεται εντελώς αυθόρμητα, με διαδοχές συνειρμών που οικοδομούν εικόνες, κουβαλά επάνω του τα γνωρίσματα της βιωματικής εξομολόγησης. Δεν ξέρω αν πολλοί θα του έδιναν τον τίτλο του ποιήματος (αν μη τι άλλο εξαιτίας της ενοχλητικής ατημελησίας στη στίξη!), εγώ ωστόσο θα του έδινα μια ευκαιρία.

Θεωρώ σωστότερο να παραθέσω όλη την εισαγωγή στην ελληνική παρουσίαση (από το περιοδικό Ποιητική) διά χειρός του Γιάννη Δούκα, που έκανε και τη μετάφραση:

Pamela Anderson

Να σιγοκαίει

εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Γιάννης Δούκας​

Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


Η ΠΑΜΕΛΑ ΑΝΤΕΡΣΟΝ (γεν. 1967), εμβληματικό σύμβολο του σεξ, αρχετυπική φαντασίωση για τους εφήβους της δεκαετίας του ’90, αλλά και αλάνθαστη ενσάρκωση του χρόνου γλύπτη των ανθρώπων παράφορου, έγινε γνωστή πρώτα ως φωτομοντέλο με τις φωτογραφήσεις της για το περιοδικό Playboy (1989-2011), και αμέσως μετά ως ηθοποιός, ιδίως με την εμφάνιση της στην τηλεοπτική σειρά Bay-watch (1992-1997).

Το ποίημα που μεταφράζεται εδώ πρωτοδημοσιεύτηκε στις 8 Ιουλίου 2014 στη σελίδα που η Άντερσον διατηρεί στο Facebook, συγκεντρώνοντας 669 likes και 228 σχόλια. Το πρωτότυπο αποτελείται από 1.226 λέξεις και συνιστά έναν βιωματικό, αυτοβιογραφικό μονόλογο, διαδοχή ελεύθερων συνειρμών με χαλαρή νοηματική συνοχή, ανορθόδοξη χρήση της στίξης και πλήθος αναφορών στην τέχνη, στην επικαιρότητα και στη μαζική κουλτούρα. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στο μεγαλύτερο μέρος, διακόπτεται μόνο από τις σχολιαστικής υφής παρεμβολές «ενός αισθησιακά βαθύφωνου μαύρου άνδρα» (“deep voiced sexy black guy”), που λειτουργούν όπως ή κινηματογραφική αφήγηση off. Δεν πρόκειται για το πρώτο, λογοτεχνικών αξιώσεων, κείμενο που δημοσιεύει η Άντερσον. Έχουν κυκλοφορήσει δύο εν μέρει αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά της με τους τίτλους Star (2004) και Star Struck (2005), το δεύτερο συνέχεια του πρώτου, που περιγράφουν αντίστοιχα τα πρώτα βήματα μιας έφηβης στη βιομηχανία του θεάματος και τη διαχείριση της κερδισμένης διασημότητας. Ακόμη, μια από τις τελευταίες φωτογραφήσεις της στο Playboy συνοδευόταν από ένα ποίημα με τον τίτλο “Musings from the bed of Pamela”.

Θεματικές της Άντερσον, με αφορμή τον αναστοχασμό της προσωπικής μαρτυρίας, είναι η διαπραγμάτευση του εαυτού στην ψηφιακή εποχή, η θέση (εντός της) του σεξ, της ερωτικής επιθυμίας και των διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά και η φύση της διασημότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποίημα γράφτηκε λίγο μόνο καιρό έπειτα από την αποκάλυψη της Άντερσον ότι είχε επανειλημμένα υποστεί κακοποίηση και βιασμό κατά την εφηβική της ηλικία. Ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί άσχετο ένα ακόμη γεγονός του παρελθόντος της, η κλοπή και κυκλοφορία το 1995 ενός ερασιτεχνικού βίντεο ερωτικού περιεχομένου από το μήνα του μέλιτος με τον τότε σύζυγό της Τόμμυ Λη. Προδρομικό εν πολλοίς, στις απαρχές της διαδικτυακής πορνογραφίας, αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάλυσης των ορίων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου και των ηδονοβλεπτικών τάσεων που αυτή συνεπάγεται ή/και καλλιεργεί· σε τέτοιον μάλιστα βαθμό που η Άντερσον φτάνει κάποια στιγμή, συλλαμβάνοντάς το, να νοσταλγεί την περίοδο του Playboy στη νεότητά της ως αμετάκλητα χαμένη εποχή αθωότητας και ρομαντισμού (!).

Και είναι ακριβώς η προσωπική ιστορία της Άντερσον και η συμβολική της θέση που προσδίδει στο λόγο της το όποιο ειδικό του βάρος. Εδώ η δημοσιότητα είναι μια αφορμή· πέρα από το αυτονόητο εκείνο σημείο όπου η κάθε προσωπική εξομολόγηση συναντά τη δοκιμασία του ανθρώπινου και τους όρους της ευαισθησίας του σε δεδομένο χρόνο, η ουσία βρίσκεται στις αναπόφευκτες αντιφάσεις: στο πώς δηλαδή κάτι που ξεκινά ως υπαρξιακό αυτοσχόλιο καταλήγει να λειτουργεί ως αναπαραγωγή στερεότυπων και ως βαθύτερη καταβύθιση στη συνθήκη της μαζικής κουλτούρας και στην ίδια εκείνη εικόνα που η Άντερσον αποπειράται ν’ αποτινάξει. Και σε αυτό έξαλλου, παρά στην καθαυτό ποιότητα του ποιήματος, έγκειται και η σκοπιμότητα του να το μεταφράσουμε και να το δημοσιεύσουμε εδώ.


Αλλά αρκετά με τις εισαγωγές. Προχωρώ αμέσως στο ποίημα. Πρώτα το αγγλικό πρωτότυπο, που μπορείτε να το βρείτε κι εδώ:

Smoldering...

I know it’s bad for you...
But, this is when I wish,
I had a cigarette-
something I’ve never tried- (light up)
some kind of relief..
I wish it was Italy 40 years ago--
The moon rising over the Amphitheater--
to tremendous applause... like Herzog (clap)
Europeans don’t seem to care about silly
smoking laws?,
We do what we want anyway -
behind closed doors--
Our true character, collective complexities.
childish activities -
patterns- genetics? Attention deficit-
- ...SEX ... a lost art-- a sickness--
Perversions-
Lost sensuality -
The cruel smell of orange blossoms...
I love being in love– but expectations,
make it impossible to be happy-
or satisfied…
I’ve tried… so hard..
maybe it’s not in fashion–
Tradition…just seemed so romantic…,
I guess it’s a used up ideal –
for the old fashion…
not modern…
Female security… lost-
no way–
Coded, and loaded Cell phones,
Computers —
Ordering sex on line-
is like ordering a book on Amazon–
and … snooping eats you alive–
A mirrored action. obsessive love…
unhealthy,
hopeless- knocked sideways–
There is always this feeling -
of discontent–
Like something is off…
I can’t put my finger on why–
Who wants to be the Warden–
I want out of here– out of this time –
in space–
Grey, muted crystals,
from unsavory places-
bad intentions,
dull- no fire-- a secret life -
Laying in my hotel bed--
pulling up my stockings- carefully
re-attaching to the garter- ,
The Cuban heel- the line
(right on course)
the works...
Feeling a little guilty-
I started to fantasize--
Il Postino, Pablo Neruda-
Should I go to Capri--?
So frustrated--
burning... questions...
No man knows what to do with me--
I blame myself--
To play with me, is eternal--
I’m not ‘on the clock’ or…
on the ‘payroll’–
rrrr–
I had to get out of the room-
The velvet stuff and porcelain things
closing in on me–
What have I done...?
I knew it was wrong from the start--
primitive-- base instinct..
Never marry a rich man...
Euros from a Vagabond..
Just start walking - (Like Jeanne Moreau and
Miles Davis)
Never look back-
There is only beauty ahead,
Salvation..
Glory
Rushing...
I almost forgot where I was-- shit--
My white
Burberry trench -
- on the floor?
A Parkay floor…
(Narration by a deep voiced sexy black guy)
BG- She stopped to admire its clever design,
ME- “So pretty”
BG wrapped herself up—
She snuck out the door with a quiet click,
and Seamlessly, floating down the hall- (on wire)
Her Tom Ford feet didn’t
touch the ground–
Falling gracelessly into an elevator
playing Nat King Cole’s …. Stardust?
(remembering the movie)
ME- Fallen Angel?
BG Nobody was up yet-
out into the cool world she goes,
ME-“Freedom…
I can breathe…”
BG- looking for a little human contact?
Playful seduction? …
ME- “I’m so Hungry…”
BG- Her heart was racing—
It was barely dawn —
Bathed in perfect light-
magic hour– —
ME- “Everyone looks good this early”
BG- Even cats and hummingbirds
Was anyone watching her..
She gazed up into dark windows…
to nobody…
and let the jacket fall loosely around
her shoulders…
The rush coming back- …
a little lost on purpose,
Hiding around corners,
ME- so dangerous-
my body is on fire….
my body is never done– trouble finds me–
please find me-
The iron is always hot!
BG- She Leaned against the cool wall of a
stoney church-
It felt good, soothing-
ME- I wonder how prostitution works-
Does it ever feel good?
Lost little souls - being taken advantage of--
or taking advantage of-
Is it just for money? Is it for attention?
or --- both--
Women suffer-
- Everywhere...
rules, rules, rules--
conflicting needs..
I can’t find the answers-- It’s an epidemic--
I know I won’t compete with a computer--
or - a gaggle of hollywood boys hiring poor
Russian girls to swallow loaves of bread
up their anus’?-
How does that work?"
BG- She was disturbed--
How far can she take this?-- Is it even real?--
ME- “Have we lost men to thin air---
to the Abyss-- to technology and lube-
Flesh is attached to a heart and a brain-
takes effort...and skill...
Where are the great lovers?-- A lost art...
God , I hope not...
I’ve never been to Columbia-- Should I go?- I really want to go!
Is this Hysteria?…
Objectification?
now– Coming down from the ceiling,
dripping in gold glitter–
Dancing with Nureyev- eyes closed—
the dream…
arousing my tenderness,
A sweet rawness-
feeling bruised and scratched up–
Hypnotic -
Life is sensual– not a "fix it in post"–
ME- I miss PLAYBOY-
The End of an Era–
Chivalry, elegance-
Celebrated imperfections -
differences… hot—passionate dreamy scenes…
The girl next door– shyness– “it’s my first time”
but - not my last….(wink)
– I’m planning a mysterious coup–
Want to get in on it–
Julian Assange?
Is it healthy, to be fantasied about…
by many men –?
Isn’t that the goal-
How many can we effect–
It’s natural– to want to be desired–
The world creeps up on you–
and there you are,
ALL over the place-
places you never intended to be– (desert storm?)
(soldiers)
I am human you know–
left to adjust to the madness-
No mercy- pay the price– my fault-
BG- feeling empty, sad– withdrawn-
Left to Isolate– Medicate.
Go to sleep–
ME-NO! I won’t- -
ME- You know- It’s not freaky enough,
to just be beautiful–
I’ve never felt beautiful-
I always felt sexual… and blind..
oh wowwy… I’m losing my mind–
I’m shutting down– It’s such a strange feeling…
going numb… in front of everyone—-
It’s like a Self inflicted drowning…hard to do–
(Alarm bells!!)—
When did I want to be this thing?–
To attract what?
When did I go from a curious little girl,
to an insatiable woman? Girl on the run…
Femme fatale… devoted and ….divided.
Are we all going crazy? -
or, is it just me?
Is it that stuff on unwashed vegetables?
When did I lose control over my own heart?–
When did I start believing ,
That this is all I’m good for-
against my better judgement–
fell for it- dammit- it all backfired–
It doesn’t feel good to be used, neglected, ignored—
controlled….
I’m not doing this—
It’s humiliating - I have to turn this around–
Settling is powerless- desperate–
an illusion–
Can’t buy your way out of this one …buddy!!,
I’m cold-
(She can’t stop laughing..)
Reminds me of a play I wrote --
That one about The Hell’s Angels,
starring -
Steve Queen and Brigitte Bardot--
The Entr’ Acte....
** A car chase-
She is going on and on (in french) and
He’s just trying to have his way with her-
everything is double entree’ Funny/Sexy-(subtitles projected)
They’ve stolen billions in diamonds - she’s dripping from head to toe...
in a sparkly madness of laughter--- 60’s Porsche?- (or that GT/Bullit car)
All in a Car - bouncing and swerving-- lights- facing the audience-- (with BW projections from the 60’s behind them--)...
They fall in love-- They fall apart---
I’m not sure what the The Hells Angels have to do with it--
but they stay in the title---
The End....

VEGAS 2014... limited engagement--

Copywritten Pamela Anderson-- (all rights reserved)-
written July 1, 2014
by,
Pamela Anderson


... κι έπειτα η μετάφραση, για την οποία σπεύδω να δηλώσω δύο πράγματα: Πρώτον, ότι δεν μπορώ να την αποκαλέσω δική μου, γιατί βασίζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο θα είχα το δικαίωμα να τη διεκδικήσω στη μετάφραση του Γιάννη Δούκα— την οποία όμως επεξεργάστηκα (αρκετά, σε παραπάνω από ένα σημεία), τόσο πολύ που πια δεν είναι ούτε δική του! Δεύτερον, ότι σε παραπάνω από ένα σημεία παραμέρισα τη στίξη (ιδιοτροπία μου και αδυναμία μου), και θεωρώ πως δεν έχω άδικο.

Να σιγοκαίει...

Ξέρω πως βλάπτει την υγεία...
αλλά τώρα είναι που θα ’θελα
να είχα ένα τσιγάρο—
κάτι που δεν δοκίμασα ποτέ— (το ανάβω)
μια μορφή ανακούφισης...
Θα ’θελα να ’μουν στην Ιταλία σαράντα χρόνια πριν—
το φεγγάρι ν’ ανατέλλει πάνω από τ’ Αμφιθέατρο
μέσα σε χειροκρότημα πανηγυρικό... όπως στον Χέρτσογκ (παλαμάκια)
Οι Ευρωπαίοι δεν φαίνεται να νοιάζονται για ηλίθιους
αντικαπνιστικούς νόμους;
Όπως και να ’χει κάνουμε ό,τι θέλουμε
πίσω από κλειστές πόρτες—
Ο αληθινός μας χαρακτήρας, συλλογικές πολυπλοκότητες,
παιδαριώδεις ασχολίες—
πανομοιότυπα σχέδια— γενετική; Ελλειμματική προσοχή–
...Το ΣΕΞ... μια χαμένη τέχνη— μια ασθένεια—
Διαστροφές—
χαμένη ηδυπάθεια—
Η ανελέητη μυρωδιά των πορτοκαλανθών ...
Λατρεύω να ’μαι ερωτευμένη— μα οι προσδοκίες
κάνουν αδύνατο το να ’σαι ευτυχισμένος—
ή ικανοποιημένος...
Προσπάθησα... τόσο πολύ...
ίσως και να μην είναι της μόδας–
η παράδοση... τι στο καλό, φαινόταν τόσο ρομαντικό...,
Μάλλον θα είναι ένα ιδανικό που εξαντλήθηκε απ’ τη χρήση–
ιδανικό της παλιάς μόδας...
και όχι της σύγχρονης...:(
Η ασφάλεια της γυναίκας... χαμένη—
ούτε γι’ αστείο—
Κωδικοποιημένα και φορτισμένα Κινητά,
Κομπιούτερ—
Να παραγγέλνεις σεξ ονλάιν—
είναι σαν να παραγγέλνεις βιβλίο στο Amazon—
και... το μπανιστήρι σε τρώει ζωντανό—
Πράξη που καθρεφτίζεται. Αγάπη εμμονική...
ανθυγιεινή,
χωρίς ελπίδα— χτυπημένη στο πλευρό–
Υπάρχει πάντα αυτό το αίσθημα—
δυσανασχέτησης—
Σαν κάτι να ’ναι άκυρο—
δεν ξέρω με βεβαιότητα γιατί —
Ποιος θέλει να παίξει το Φύλακα—
Θέλω να φύγω από δω– έξω απ’ αυτή την εποχή —
στο διάστημα—
Γκρίζοι, θολωμένοι κρύσταλλοι,
από τοποθεσίες ύποπτες—
κακές προθέσεις,
πλήξη— καμιά φωτιά— μια μυστική ζωή —
Να ’μαι πλαγιασμένη στο κρεβάτι μου στο ξενοδοχείο—
να σηκώνω τις κάλτσες μου— με προσοχή
να τις στερεώνω ξανά στη ζαρτιέρα—,
η ενισχυμένη φτέρνα— η ραφή
(ίσια στην εντέλεια)
όλο το πακέτο...
Νιώθοντας λιγάκι ένοχη—
άρχισα να φαντασιώνομαι—
Ο ταχυδρόμος, Πάμπλο Νερούδα–
Μήπως να πήγαινα στο Κάπρι—;
Με τόσα απωθημένα—
ερωτήσεις... που καίνε...
Κανένας άντρας δεν ξέρει τι να κάνει με μένα—
Κατηγορώ τον εαυτό μου—
Το να παίζουν μαζί μου ξεπερνάει το χρόνο—
Δεν πάω «με την ώρα» ή...
με «μισθολόγιο»—
γκρρρρ–
Χρειάστηκε να βγω απ’ το δωμάτιο—
Τα βελούδα και οι πορσελάνες
έπεφταν επάνω μου βαριά–
Τι έχω κάνει...;
Ήξερα απ’ την αρχή πώς ήταν λάθος—
πρωτόγονο ένστικτο— ποταπό
Ποτέ μην παντρευτείς πλούσιο άντρα...
Τα ευρώ ενός Αγύρτη
Ξεκίνα απλώς να περπατάς— (Σαν τη Ζαν Μορώ και
τον Μάιλς Ντέιβις)
Ποτέ μην κοιτάς πίσω—
Μπροστά υπάρχει μόνο η ομορφιά,
η Σωτηρία
η Δόξα
που ορμούν βιαστικά...
Παραλίγο να ξεχάσω πού βρισκόμουν— γαμώτο—
Η λευκή μου
γκαμπαρντίνα Μπέρμπερι—
στο πάτωμα;
Πάτωμα παρκέ...
(Αφήγηση από έναν μαύρο άντρα με αισθησιακή βαθιά φωνή)
ΜΑΥΡΟΣ: Εκείνη κοντοστάθηκε για να θαυμάσει το έξυπνο σχέδιό του
ΕΓΩ: «Τι όμορφο»
ΜΑΥΡΟΣ: Τυλίχτηκε με κάτι—
ξεγλίστρησε από την πόρτα μ’ ένα σιγανό κλικ,
και άψογα, διασχίζοντας την αίθουσα αιωρούμενη — (κρεμασμένη σε σύρμα)
τα πόδια της, φορώντας παπούτσια Τομ Φορντ,
να μην αγγίζουν το έδαφος—
έπεσε άγαρμπα σ’ ένα ασανσέρ
που έπαιζε το ... Stardust του Νατ Κινγκ Κόουλ;
(θυμήθηκε την ταινία)
ΕΓΩ: Άγγελοι στο βούρκο;
ΜΑΥΡΟΣ: Κανείς δεν είχε ξυπνήσει ακόμα —
βγαίνει έξω στο δροσερό κόσμο,
ΕΓΩ: «Ελευθερία...
μπορώ ν’ ανασάνω...»
ΜΑΥΡΟΣ: ψάχνοντας για λίγη ανθρώπινη επαφή;
Να σαγηνέψει παιχνιδιάρικα;...
ΕΓΩ: «Πόσο πεινάω...»
ΜΑΥΡΟΣ: Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή—
και μόλις που ξημέρωνε —
Λουσμένη σ’ ένα τέλειο φως—
μαγική ώρα—
ΕΓΩ: «Τόσο νωρίς ο καθένας θα ’δειχνε όμορφος»
ΜΑΥΡΟΣ: Ως και τα κολιμπρί κι οι γάτες
Άραγε την έβλεπε κανείς…
Ατένιζε ψηλά προς τα σκοτεινά παράθυρα...
χωρίς να κοιτά κανένα...
κι άφησε το σακάκι της να πέφτει χαλαρά
πάνω στους ώμους...
Με τη φούρια να επιστρέφει...
λίγο σκόπιμα χαμένη,
να κρύβεται στις γωνίες,
ΕΓΩ: Τόσο επικίνδυνο–
το κορμί μου καίγεται
το κορμί μου ποτέ δεν ψήνεται— οι μπελάδες έρχονται και με βρίσκουν—
βρείτε με σας παρακαλώ—
Το σίδερο πάντοτε ζεματάει!
ΜΑΥΡΟΣ: Έγειρε πάνω στον δροσερό τοίχο μιας
πέτρινης εκκλησίας
Ένιωσε καλά, ανακουφισμένη—
ΕΓΩ: Αναρωτιέμαι πώς λειτουργεί η πορνεία—
Γίνεται ποτέ να τη χαίρεσαι;
Χαμένες μικρές ψυχές —που τις εκμεταλλεύονται—
ή που κι αυτές εκμεταλλεύονται—
Είναι για τα λεφτά μονάχα; Είναι για την προσοχή;
ή ... και τα δύο—
Οι γυναίκες υποφέρουν—
— Παντού...
κανόνες, κανόνες, κανόνες—
ανάγκες που αντιπαλεύουν...
Δεν μπορώ να βρω απαντήσεις— Είναι επιδημία—
το ξέρω, δε θ’ αναμετρηθώ μ’ ένα κομπιούτερ—
ή — ένα κοπάδι αγοριών του Χόλλυγουντ που μισθώνουν φτωχές
Ρωσιδούλες για να χώνουν καρβέλια ψωμί
στον πρωκτό τους; —
«Πώς δουλεύει αυτό;»
ΜΑΥΡΟΣ: Ήταν ταραγμένη—
ως πού μπορεί να τ’ αντέξει αυτό; — Μήπως δεν είναι καν αληθινό; —
ΕΓΩ: Εξανεμίστηκαν οι άντρες—
στην Άβυσσο— στην τεχνολογία και στα ερωτικά λιπαντικά—
Η σάρκα είναι δεμένη σε μια καρδιά κι ένα μυαλό—
θέλει προσπάθεια... και μαστοριά...
Πού είναι οι μεγάλοι εραστές; — Χαμένη τέχνη...
Θε μου, ελπίζω πώς όχι...
Πότε δεν πήγα στην Κολούμπια — Μήπως να πήγαινα; Θέλω πολύ να πάω!
Είναι Υστερία αυτό;...
Αντικειμενοποίηση;
τώρα— Να κατεβαίνει απ’ το ταβάνι,
στάζοντας χρυσόσκονη—
Να χορεύει με τον Νουρέγιεφ — με τα μάτια κλειστά—
το όνειρο...
να διεγείρει την τρυφερότητα μου,
Μια γλυκιά τραχύτητα—
να νιώθω σαν να ’χω αμυχές και μώλωπες—
Υπνωτική—
Η ζωή είναι αισθήσεις— όχι ένα «φτιάξ’ το στο μοντάζ»—
ΕΓΩ: Μου λείπει το Πλεϊμπόι
Το Τέλος μιας Εποχής—
Αβρότητα, καλαισθησία—
Δοξασμένες μικροατέλειες—
διαφορές... καυτές— παθιάρικες ονειρικές σκηνές...
Το κορίτσι της διπλανής πόρτας— ντροπαλοσύνη— «είναι η πρώτη μου φορά»
μα όχι η τελευταία μου... (κλείσιμο του ματιού)
—Σχεδιάζω ένα μυστήριο πραξικόπημα—
Θέλεις να μπεις στο κόλπο—
Τζούλιαν Ασάνζ;
Είναι υγιές να σε φαντασιώνονται...
πολλοί άντρες...;
Αυτός δεν είναι ό στόχος—
Πόσους μπορείς να διεγείρεις—
Είναι φυσικό— να θες να σε ποθούν—
Ο κόσμος σε παραφυλάει—
κι ορίστε,
είσαι ΠΑΝΤΟΥ—
σε μέρη που ποτέ δεν σκόπευες να είσαι— (καταιγίδα της έρημου; )
(στρατιώτες)
Άνθρωπος είμαι, ξέρετε, κι εγώ—
αφημένη να προσαρμοστώ στην τρέλα—
Χωρίς οίκτο— πληρώνω το τίμημα— λάθος μου—
ΜΑΥΡΟΣ: Νιώθει αδειασμένη, λυπημένη— μαζεύεται
Αφήνεται ν’ απομονωθεί— Να πάρει ουσίες,
να κοιμηθεί—
ΕΓΩ: ΟΧΙ! Δεν θα—
ΕΓΩ: Ξέρεις... δεν είναι τόσο αλλόκοτο,
να είσαι απλά όμορφη—
Ποτέ δεν ένιωσα όμορφη–
Ένιωθα πάντα ερωτική... και τυφλή
Ω, δυστυχία μου... χάνω το μυαλό μου—
σβήνω— Είναι συναίσθημα τόσο παράξενο...
να μουδιάζω... μπροστά σε όλους—
Είναι σαν να πνίγομαι από μόνη Μου... δύσκολο—
(Συναγερμοί!!) —
Πότε το θέλησα να γίνω αυτό;—
Να προσελκύσω τι;
Πότε από μικρό φιλοπερίεργο κορίτσι έγινα
αχόρταγη γυναίκα; Κορίτσι σε φυγή...
Μοιραία γυναίκα... αφοσιωμένη και... διχασμένη.
Τρελαινόμαστε όλοι;—
ή μήπως μόνο εγώ;
Μήπως φταίνε οι ουσίες πάνω στ’ άπλυτα λαχανικά;
Πότε έχασα τον έλεγχο της καρδιάς μου;—
Πότε άρχισα να πιστεύω
πως μόνο αυτά μου αξίζουν—
έστω και με βαριά καρδιά—
το έχαψα— που να πάρει— πήγαν όλα στραβά—
Δεν είναι ωραίο να σε χρησιμοποιούν, παραμελούν, αγνοούν—
κουμαντάρουν,
Δεν θα το κάνω αυτό—
Είναι εξευτελισμός — Πρέπει να το ανατρέψω—
Το να συμβιβαστείς είναι αδυναμία—απελπισία—
ψευδαίσθηση —
Δεν θα τη σκαπουλάρεις αυτή τη φορά... φιλαράκο!!,
Κρυώνω—
(Την πιάνει νευρικό γέλιο)
Μου θυμίζει ένα θεατρικό που έγραψα —
Ένα για τους Hell’s Angels,
με πρωταγωνιστές —
τον Στηβ Κουήν και την Μπριζίτ Μπαρντό—

Ιντερμέδιο...

** Μια καταδίωξη με αυτοκίνητα—
Εκείνη προχωράει και πάει (στα γαλλικά) κι
εκείνος προσπαθεί μονάχα να τη ρίξει—
Καθετί είναι double entrée Αστείο/Σέξυ (υπότιτλοι σε προβολή)
Έχουν κλέψει διαμάντια αξίας δισεκατομμυρίων — εκείνη στάζει απ’ την κορφή ώς τα νύχια...
με μιαν αστραφτερή μανία γέλιου— Πόρσε του ’60;— (ή εκείνη η GT/το αμάξι από το Bullit )
Όλοι μαζί σ’ ένα Αμάξι —που χοροπηδάει και στρίβει ακυβέρνητο— φώτα— φάτσα στο κοινό—
(με προβολές ασπρόμαυρων σκηνών του ’60 πίσω τους–)...
Ερωτεύονται— Χωρίζουν—
Δεν είμαι σίγουρη τι δουλειά έχουν εδώ οι Hell’s Angels—
αλλά μένουν στον τίτλο—
Τέλος....

ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ 2014... για λίγες προβολές

Κοπιράιτ Πάμελα Άντερσον (με επιφύλαξη παντός δικαιώματος)
γραμμένο την 1η Ιουλίου 2014
από την Πάμελα Άντερσον

[Θα συνεχίσω αύριο με σημειώσεις επί του κειμένου]
 
Σχόλια

• Να σιγοκαίει | Smoldering
Η επιλογή αυτής της λέξης για τον τίτλο κρύβει μάλλον παραπάνω από ένα νοήματα. Το ρήμα smolder σημαίνει στην κυριολεξία «σιγοκαίγομαι βγάζοντας καπνό αλλά όχι φλόγα», και στο επίπεδο των συναισθημάτων «νιώθω έντονη συγκίνηση που την κρατώ κρυφή». Σε συνδυασμό με τον επόμενο στίχο («Ξέρω πως βλάπτει την υγεία») αφήνεται να υπονοηθεί μια σύζευξη του καταπιεσμένου συναισθήματος, του καπνού ως βλαβερού στοιχείου, αλλά ίσως και της ίδιας της Άντερσον, της σεξουαλικής ντίβας, ως επικίνδυνου στοιχείου, ως εξαρτησιογόνου ναρκωτικού. Εντέλει η ανυπόφορη κάψα του κορμιού και η κατακράτηση των συναισθημάτων κάνουν κακό στην (ψυχική) υγεία.

• όπως στον Χέρτσογκ | like Herzog
Αναφορά στον γνωστό Γερμανό σκηνοθέτη (γεν. 1942), που έχει δουλέψει αρκετές φορές στην Ιταλία, στο χώρο της όπερας και πρόσφατα συνεργάστηκε με την Άντερσον για την ταινία Vernon Got Little, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του D.B.C. Pierre (Σημ. Γιάννη Δούκα).

• η ανελέητη μυρωδιά των πορτοκαλανθών | The cruel smell of orange blossoms
Δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό στην προσωπική ζωή που της ενεργοποίησε μια τέτοια έντονη αναπαράσταση, ίσως κάποια ειδυλλιακή επιφανειακά, αλλά επώδυνη εσωτερικά εικόνα μιας ανθοστόλιστης νυφούλας (τον καιρό που γράφτηκε το κείμενο η Άντερσον περνούσε από άλλο ένα καμίνι, τη διάλυση ενός ακόμα γάμου της). Οι μυημένοι στην ποίηση διαβάζουν εδώ μιαν ευθεία υπενθύμιση στον πασίγνωστο στίχο του Τ.Σ. Έλιοτ «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός». Έχουμε λόγο να περιμένουμε από την Πάμελα να γνωρίζει τον Έλιοτ.

• γκρίζοι, θολωμένοι κρύσταλλοι, από τοποθεσίες ύποπτες | Grey, muted crystals, from unsavory places
Κρυπτική αναφορά στον κόσμο των ναρκωτικών, μάλλον στην κοκαΐνη, που εμφανίζεται με τη μορφή κρυσταλλικών κόκκων προερχόμενων από ύποπτα μέρη. Η όλη εικόνα κρύβει «κακές» συναναστροφές, υστερόβουλες προθέσεις, κατάβαση στην Κόλαση, πράγματα δηλαδή παράνομα, που πρέπει να μείνουν κρυφά.

• η ενισχυμένη φτέρνα | The Cuban heel
Μια εικόνα θα βοηθήσει τους κυρίους να καταλάβουν κάτι από τα μυστικά τα δικά μας, των κοριτσιών:



Ο ταχυδρόμος | Il Postino, Pablo Neruda
Η γνωστή ιταλική ταινία, στης οποίας την υπόθεση εμπεριέχεται μυθοπλαστικά και ο νομπελίστας.

• μήπως να πήγαινα στο Κάπρι; | Should I go to Capri?
Ο Νερούδα έζησε μέρος της εξορίας του στο Κάπρι. Στο διπλανό νησάκι Προτσίντα γυρίστηκε η ταινία Il Postino.

• σαν τη Ζαν Μορώ και τον Μάιλς Ντέιβις | Like Jeanne Moreau and Miles Davis
Από το Ασανσέρ για δολοφόνους (1958) του Λουί Μαλ, όπου η Μορώ πρωταγωνιστούσε και ο Μάιλς Ντέιβις έγραψε τη μουσική (Σημ. Γιάννη Δούκα).

• το ... Stardust του Νατ Κινγκ Κόουλ | Nat King Cole’s ... Stardust
Τραγούδι των Hoagy Carmichael και Mitchell Parish (1927). Η εκτέλεση του Νατ Κινγκ Κόουλ (1919-1965), που μνημονεύεται εδώ, θεωρείται και η καλύτερή του (Σημ. Γιάννη Δούκα).

• Άγγελοι στο βούρκο | Fallen Angel
Ελληνικός τίτλος του Fallen Angel (1945), φιλμ νουάρ του Όττο Πρέμινγκερ (Σημ. Γιάννη Δούκα).

• Πότε δεν πήγα στην Κολούμπια — Μήπως να πήγαινα; Θέλω πολύ να πάω! | I’ve never been to Columbia— Should I go?- I really want to go!
Προσωποποίηση της Αμερικής στη λαϊκή εικονογραφία. Συνδέεται με πολλά τοπωνύμια, όπως λ.χ. το District of Columbia, όπου και η πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, την Βρετανική Κολομβία (British Columbia), τόπο καταγωγής της Άντερσον, κλπ. Εδώ είναι ασαφές για ποιο ακριβώς από αυτά πρόκειται, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και τυπογραφικό λάθος και να εννοείται η Κολομβία (Σημ. Γιάννη Δούκα). [Δεν συμφωνώ με το τελευταίο, νομίζω πως εννοεί τη γενέτειρά της —PD].

• Η ζωή είναι αισθήσεις— όχι ένα «φτιάξ’ το στο μοντάζ» | Life is sensual– not a "fix it in post"
“Fix it in the post”, όπου εννοείται η λέξη post-production, διαδικασία που περιλαμβάνει το μοντάζ, το μιξάζ, τα ειδικά εφέ, κλπ. Η φράση αναφέρεται σε λάθη που γίνονται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων (Σημ. Γιάννη Δούκα).

• Σχεδιάζω ένα μυστήριο πραξικόπημα / θέλεις να μπεις στο κόλπο / Τζούλιαν Ασάνζ; | I’m planning a mysterious coup / Want to get in on it /Julian Assange?
Ο γνωστός Αυστραλός δημοσιογράφος (γεν. 1971), ιδρυτής του ιστότοπου WikiLeaks, που δημοσιεύει απόρρητα κυβερνητικά έγγραφα προερχόμενα από ανώνυμες πηγές (Σημ. Γιάννη Δούκα).

• καταιγίδα της έρημου | desert storm
Κωδική ονομασία των χερσαίων επιχειρήσεων εναντίον του Ιράκ (17.1-28.2.1991) στα πλαίσια του Πρώτου Πολέμου στον Περσικό. Η Άντερσον ενδεχομένως αναφέρεται στην ακούσια «παρουσία» της στον πόλεμο ως αφίσα και αντικείμενο φαντασίωσης των στρατιωτών (Σημ. Γιάννη Δούκα). Η Άντερσον είχε στολίσει το εξώφυλλο του Πλεϊμπόυ στο τεύχος Οκτωβρίου 1989 και ήταν η πλεϊμέιτ για το μήνα Φεβρουάριο του 1990. Το τελευταίο εξώφυλλό της για το Πλεϊμπόυ έγινε στο διπλό τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2016 (που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο), και το οποίο, όπως αναγγέλθηκε, θα είναι το τελευταίο τεύχος του περιοδικού με γυναικείο γυμνό (Σημ. PD).

• Να πάρει ουσίες | medicate
to medicate : another term for smoking weed Urban dictionary

• Είναι σαν να πνίγομαι Επίτηδες ... δύσκολο | It’s like a Self inflicted drowning ... hard to do
Η Άντερσον δεν μπορούσε να γνωρίζει το σπαραχτικό υστερόγραφο του Καρυωτάκη στο σημείωμα που άφησε πριν από την δεύτερη (και επιτυχημένη) απόπειρα αυτοκτονίας του:
Υ.Γ. Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.

• Μήπως φταίνε οι ουσίες πάνω στ’ άπλυτα λαχανικά; | Is it that stuff on unwashed vegetables?
Αφελής ερώτηση, που έδωσε λαβή για καυστικά σχόλια σε κακοπροαίρετους του Διαδικτύου.

• τον Στηβ Κουήν και την Μπριζίτ Μπαρντό | Steve Queen and Brigitte Bardot
Εσφαλμένη ανάμνηση. Δεν υπάρχει ταινία στην οποία να συμπρωταγωνίστησαν ο Στηβ ΜΑΚ Κουήν και η Μπριζίτ Μπαρντό. Ο Μακ Κουήν πάντως ήταν λάτρης των αυτοκινήτων και των μοτοσικλετών, και η ενασχόλησή του με αυτά απαθανατίστηκε εμβληματικά στην τελευταία σκηνή της ταινίας Η μεγάλη απόδραση (Great Escape) του John Sturges (1963).

• Καθετί είναι double entrée
Σφάλμα (ηθελημένο;). Η σωστή γαλλική έκφραση (μεταφερμένη αυτούσια στα αγγλικά) είναι double entendre και σημαίνει «διπλό νόημα, αμφισημία»


Όσοι φτάσατε ως εδώ δεν ξέρω αν καταλήξατε να δώσετε μέσα σας απάντηση στο ερώτημα της επικεφαλίδας. Είναι ποίηση αυτό το κείμενο; Είναι βέβαια πηγαίο και αρκετά ειλικρινές για να το δεχτούμε ως απαλλαγμένο από δηθενιές. Αναμφίβολα η Πάμελα δεν θέλει να πουλήσει μούρη. Αλλά τι ονομάζουμε ποίηση; Οτιδήποτε είναι γραμμένο σχεδόν αυτοματικά ως προϊόν ροής συνειρμών έχει τέτοιες απαιτήσεις;

Ας μη δώσω εγώ την απάντηση. Μερικοί αποφάσισαν κιόλας και πήραν την Πάμελα στο ψιλό:

Pamela Anderson isn’t the only celebrity to write embarrassing poetry. Check out the worst celebrity

Ο «Γκάρντιαν», που όπως ειπώθηκε πριν λίγο κάπου στη Λεξιλογία, ξέρει να σφάζει με το μπαμπάκι, επιστρατεύει το ανίκητο χιούμορ του για να κεντήσει μια μεγαλειώδη τρολιά:

Who’s the poet: Pamela Anderson or Sylvia Plath? Take our quiz

Το καταθέτω μαζί με τις ευχές μου για τα γενέθλια της Λεξιλογίας.​



 

nickel

Administrator
Staff member
Pinter was a journeyman poet, but he was a keen one and circulated his poems among friends. He once sent to his old friend the playwright Simon Gray a three-line ode about his cricket hero, Sir Len Hutton (“I saw Len Hutton in his prime/ Another time/ Another time”), and getting no response called him to ask if he’d received it. “Yes,” said Gray, “but I haven’t finished reading it yet.”

http://observer.com/2009/01/harold-pinter-enters-the-silence-of-the-long-pause/
 
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κίχλη μια συλλογή δώδεκα ποιημάτων του Γ. Χ. Ώντεν με τον γενικό τίτλο Πένθιμο μπλουζ, σε μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά. Το βιβλίο χαιρετίστηκε ως εκδοτικό γεγονός.



Πιστεύω ότι όντως το μεταφραστικό εγχείρημα, όσο δύσκολο κι αν ήταν, πέτυχε και αξίζει να παραθέσω για χάρη των αναγνωστών της Λεξιλογίας μερικά δείγματα.

Μην αδημονείτε: στα δώδεκα ποιήματα εννοείται ότι περιλαμβάνεται το ομώνυμο «Πένθιμο μπλουζ», αρκετά γνωστό, αν μη τι άλλο από την κινηματογραφική του απόδοση. Κάνετε υπομονή όμως, γιατί πιστεύω πως και μερικά άλλα αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη και προσφέρουν γνήσια ποιητική απόλαυση. Παραθέτω πρωτότυπο και μετάφραση.


O TELL ME THE TRUTH ABOUT LOVE

Some say that love’s a little boy,
And some say it’s a bird,
Some say it makes the world go round,
And some say that’s absurd,
And when I asked the man next-door,
Who looked as if he knew,
His wife got very cross indeed,
And said it wouldn’t do.

Does it look like a pair of pyjamas,
Or the ham in a temperance hotel?
Does its odour remind one of llamas,
Or has it a comforting smell?
Is it prickly to touch as a hedge is,
Or soft as eiderdown fluff?
Is it sharp or quite smooth at the edges?
O tell me the truth about love.

Our history books refer to it
In cryptic little notes,
It’s quite a common topic on
The Transatlantic boats;
I’ve found the subject mentioned in
Accounts of suicides,
And even seen it scribbled on
The backs of railway-guides.

Does it howl like a hungry Alsatian,
Or boom like a military band?
Could one give a first-rate imitation
On a saw or a Steinway Grand?
Is its singing at parties a riot?
Does it only like Classical stuff?
Will it stop when one wants to be quiet?
O tell me the truth about love.

I looked inside the summer-house;
It wasn’t ever there:
I tried the Thames at Maidenhead,
And Brighton’s bracing air.
I don’t know what the blackbird sang,
Or what the tulip said;
But it wasn’t in the chicken-run,
Or underneath the bed.

Can it pull extraordinary faces?
Is it usually sick on a swing?
Does it spend all its time at the races,
Or fiddling with pieces of string?
Has it views of its own about money?
Does it think Patriotism enough?
Are its stories vulgar but funny?
O tell me the truth about love.

When it comes, will it come without warning
Just as I’m picking my nose?
Will it knock on my door in the morning,
Or tread in the bus on my toes?
Will it come like a change in the weather?
Will its greeting be courteous or rough?
Will it alter my life altogether?
O tell me the truth about love.
January 1938


ΜΑ ΤΙ ’ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΑΓΑΠΗ;

Λένε ότι ο ερωτάς είναι ένα αγόρι,
Άλλοι ότι είναι ένα πουλί,
Λένε κάνει τον κόσμο να γυρίζει,
Και πως δεν πατά στη γη.
Ρωτώντας κάποτε το γείτονά μου
Που έδειχνε να ξέρει,
Αγριεμένη του λέει η γυναίκα του
Λέξη να μην προφέρει.

Μήπως μοιάζει με τούτη την πιτζάμα
Ή με ζαμπόν λαϊκού ξενοδοχείου;
Μυρίζει όπως των Άνδεων το λάμα
Ή έχει το άρωμα μυροδοχείου;
Γεμάτη με αγκάθια σαν το βάτο;
Ή είναι σα στρώμα πουπουλένιο αφράτο;
Τάχα σκληρή ή μαλακή στην άκρη;
Μα τι ’ναι αυτό που το λένε αγάπη;

Μιλούν γι’ αυτή βιβλία της Ιστορίας
Μ’ έναν τρόπο κρυπτικό,
Θέμα κοινό σ’ υπερωκεάνια
Πλέοντας στον Ατλαντικό.
Σε σημειώματα αυτοκτονίας
Το όνομά της γράφουν
Και σε καρνέ με δρομολόγια τρένων
Αδέξια το χαράζουν.

Ουρλιάζει σα σκυλί της Αλσατίας
Ή σαν την μπάντα του στρατού μουγκρίζει;
Σε πριόνι ή σε πιάνο Σταϊνγουέι
Γνωρίζει το σκοπό της να τονίζει;
Ξέφρενη μες στα πάρτι τραγουδάει
Ή μοναχά ο Μπαχ την αναπαύει;
Αν θες λίγη ησυχία, σταματάει;
Μα τι ’ναι αυτό που το λένε αγάπη;

Κοίταξα και στου κήπου το σπιτάκι
Μα δεν ήταν πουθενά.
Δοκίμασα στου Τάμεση την άκρη
Και στου Μπράιτον τη δροσιά.
Τι είπε η τουλίπα δε γνωρίζω,
Ο κότσυφας στα κλώνια·
Δεν ήταν στο κρεβάτι μου αποπίσω
Ούτε στον ορνιθώνα.

Της αρέσει τάχα αστεία να μορφάζει;
Είναι άρρωστη συχνά σε μια αιώρα;
Σε αγώνες ιπποδρομιών συχνάζει
Ή σ’ ένα έγχορδο μοχθεί κάθε ώρα;
Έχει τη θεωρία της για το χρήμα;
Μετρά γι’ αυτήν ο πατριώτης κάτι;
Λέει χυδαιότητες με αστείο ντύμα;
Μα τι ’ναι αυτό που το λένε αγάπη;

Θα ’ρθεί όταν τη μύτη μου σκαλίζω
Χωρίς να ειδοποιήσει;
Την πόρτα θα χτυπήσει όταν ξυπνήσω;
Στο τραμ θα με πατήσει;
Θα ’ρθεί σαν αλλαγή καιρού στην πόλη;
Θα είναι ευγενική ή όλο βιάση;
Πού θα την πάει τη ζωή μου όλη;
Μα τι ’ναι αυτό που το λένε αγάπη;
Ιανουάριος 1938



FUNERAL BLUES

Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead,
Put crêpe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.

He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last for ever: I was wrong.

The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood;
For nothing now can ever come to any good.

April 1936



ΠΕΝΘΙΜΟ ΜΠΛΟΥΖ

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια,
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει,
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τα αεροπλάνα από πάνω να στενάξουν,
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό ας γράψουν.
Μαβιές κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια,
Μαύρα γάντια οι τροχονόμοι έχουν στα χέρια.

Ανατολή και Δύση μου, Βορρά και Νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε,
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι·
Πίστευα αιώνια την αγάπη. Μα ήταν πλάνη.

Τα αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε·
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε·
Αδειάστε τον ωκεανό, διώξτε τα δάση·
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

Απρίλιος 1936



REFUGEE BLUES

Say this city has ten million souls,
Some are living in mansions, some are living in holes:
Yet there’s no place for us, my dear, yet there’s no place for us.

Once we had a country and we thought it fair,
Look in the atlas and you’ll find it there:
We cannot go there now, my dear, we cannot go there now.

In the village churchyard there grows an old yew,
Every spring it blossoms anew:
Old passports can’t do that, my dear, old passports can’t do that.

The consul banged the table and said:
“If you’ve got no passport you’re officially dead”:
But we are still alive, my dear, but we are still alive.

Went to a committee; they offered me a chair;
Asked me politely to return next year:
But where shall we go to-day, my dear, but where shall we go to-day?

Came to a public meeting; the speaker got up and said:
“If we let them in, they will steal our daily bread”;
He was talking of you and me, my dear, he was talking of you and me.

Thought I heard the thunder rumbling in the sky;
It was Hitler over Europe, saying: “They must die”;
We were in his mind, my dear, we were in his mind.

Saw a poodle in a jacket fastened with a pin,
Saw a door opened and a cat let in:
But they weren’t German Jews, my dear, but they weren’t German Jews.

Went down to the harbour and stood upon the quay,
Saw the fish swimming as if they were free:
Only ten feet away, my dear, only ten feet away.

Walked through a wood, saw the birds in the trees;
They had no politicians and sang at their ease:
They weren’t the human race, my dear, they weren’t the human race.

Dreamed I saw a building with a thousand floors,
A thousand windows and a thousand doors;
Not one of them was ours, my dear, not one of them was ours.

Stood on a great plain in the falling snow;
Ten thousand soldiers marched to and fro:
Looking for you and me, my dear, looking for you and me.

March 1939


ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ

Έστω πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Κάποιοι ζουν σε μέγαρα, κάποιοι σε καταπακτές:
Μα δεν υπάρχει τόπος για μας, αγάπη, μα δεν υπάρχει τόπος για μας.

Κάποτε είχαμε πατρίδα και τη νομίζαμε μοναδική,
Μες στο χάρτη οποίος κοιτάξει κάπου θα τη βρει:
Δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα, αγάπη, δεν μπορούμε να πάμε εκεί τώρα.

Στο κοιμητήρι του χωριού ο γερο-ίταμος φυτρώνει,
Κάθε που μπαίνει η άνοιξη ανθεί και ξανανιώνει:
Τα παλιά διαβατήρια όμως όχι, αγάπη, τα παλιά διαβατήρια όμως όχι.

Είπε ο πρόξενος χτυπώντας το τραπέζι νευρικός:
«Αν δεν έχεις διαβατήριο, είσαι τυπικά νεκρός»:
Αλλά εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί, αγάπη, εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Πήγα σε μια επιτροπή, μου προσφέραν να καθίσω·
Ευγενικά μου ζήτησαν του χρόνου να ξαναγυρίσω:
Μα πού να πάμε σήμερα, αγάπη, μα πού να πάμε σήμερα;

Σε μια δημόσια συγκέντρωση πρόσεξα τον ομιλητή:
«Αν τους αφήσουμε να μπουν, θα μας κλέψουν το ψωμί»·
Για σένα και για μένα μιλούσε, αγάπη, για σένα και για μένα μιλούσε.

Λες κι άκουσα το αστροπελέκι στα ύψη νά βρυχιέται·
Πάνω απ’ την Ευρώπη ο Χίτλερ, «Να πεθάνουν», καταριέται·
Εμάς είχε στο νου, αγάπη, εμάς είχε στο νου.

Είδα ένα κανίς, φόραε ζακέτα με καρφίτσα κουμπωμένη,
Είδα την πόρτα ανοιχτή και μια γάτα να μπαίνει:
Μα δεν ήσαν Γερμανοεβραίοι, αγάπη, δεν ήσαν Γερμανοεβραίοι.

Τράβηξα για το λιμάνι, στάθηκα στην προκυμαία,
Είδα τα ψάρια να κολυμπούν, ήσαν σαν πάντα ελεύθερα:
Μόνο τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη, μόνο τρία μέτρα μακριά μου.

Περπάτησα στο δάσος, είδα στα δέντρα τα πουλιά·
Πολιτικούς δεν είχαν και κελαηδούσανε γλυκά:
Δεν ήταν η ανθρώπινη φυλή, αγάπη, δεν ήταν η ανθρώπινη φυλή.

Στ’ όνειρό μου είδα ένα κτίριο με χίλιους ορόφους,
Με πόρτες και παράθυρα για χιλιάδες ανθρώπους·
Τίποτα απ’ ολα αυτά δικό μας, αγάπη, τίποτα απ’ ολα αυτά δικό μας.

Στάθηκα σε μια πεδιάδα και γύρω έπεφτε χιόνι·
Έναν ολόκληρο στρατό έβλεπα να ζυγώνει:
Εμάς τους δυο ψάχναν, αγάπη, ψάχναν εμάς τους δυο.

Μάρτιος 1939



THE FALL OF ROME

The piers are pummelled by the waves;
In a lonely field the rain
Lashes an abandoned train;
Outlaws fill the mountain caves.

Fantastic grow the evening gowns;
Agents of the Fisc pursue
Absconding tax-defaulters through
The sewers of provincial towns.

Private rites of magic send
The temple prostitutes to sleep;
All the literati keep
An imaginary friend.

Cerebrotonic Cato may
Extol the Ancient Disciplines,
But the muscle-bound Marines
Mutiny for food and pay.

Ceasar’s double-bed is warm
As an unimportant clerk
Writes I DO NOT LIKE MY WORK
On a pink official form.

Unendowed with wealth or pity,
Little birds with scarlet legs,
Sitting on their speckled eggs,
Eye each flu-infected city.

Altogether elsewhere, vast
Herds of reindeer move across
Miles and miles of golden moss,
Silently and very fast.

January 1947

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Τα κύματα χτυπάνε τα μουράγια
Σ’ ένα χωράφι χέρσο αφημένο
Δέρνει η βροχή ένα ρημαγμένο τρένο·
Φυγόδικοι μες σε σπηλιές και βράχια.

Πέπλοι νυχτιάτικοι αλλοπαρμένοι·
Αυτός απ’ το Δημόσιο Ταμείο
Τους οφειλέτες πάει στο πειθαρχείο,
Σε οχετούς επαρχιών κρυμμένοι.

Τελετουργικές μαγείες με ζήλο
Τις πόρνες του ναού για ύπνο στέλνουν
Όλοι οι γραφιάδες και οι λόγιοι θέλουν
Ένα φανταστικό δικό τους φίλο.

Στοχαστικός ο Κάτων την αρχαία
Πειθαρχία μπορεί να εγκωμιάζει,
Μα ο στιβαρός ο Ναύτης στασιάζει
Για το ψωμί και για τα αναγκαία.

Του Καίσαρα ζεστό διπλό κρεβάτι
Καθώς στο ροζ διπλότυπο κοιτάω:
«ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥΔΕΝ ΑΓΑΠΑΩ»
Που ’γραψε ο υπάλληλος για να πει κάτι.

Δίχως υπάρχοντα και δίχως λύπη,
Μικρά πουλιά με κόκκινα ποδάρια,
Απ’ της φωλιάς τ’ αυγά και τα χορτάρια,
Βλέπουν την πόλη άρρωστη απ’ τη γρίπη.

Πολύ μακριά αποδώ σέ άλλα μέρη
Κοπάδια τάρανδοι στην ησυχία
Σε κάμπους σπαρμένους με χρυσά βρύα
Μίλια και μίλια τρέχουν σαν αγέρι.

Ιανουάριος 1947



THE MORE LOVING ONE

Looking up at the stars, I know quite well
That, for all they care, I can go to hell,
But on earth indifference is the least
We have to dread from man or beast.

How should we like it were stars to burn
With a passion for us we could not return?
If equal affection cannot be,
Let the more loving one be me.

Admirer as I think I am
Of stars that do not give a damn,
I cannot, now I see them, say
I missed one terribly all day.

Were all stars to disappear or die,
I should learn to look at an empty sky
And feel its total dark sublime,
Though this might take me a little time.

September 1957



ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΠΙΟ ΠΟΛΥΑΓΑΠΑΕΙ

Κοιτάω τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό
Και το ξέρω, δεν τα νοιάζει αν θα χαθώ.
Ποτέ μη σε φοβίζει η αδιαφορία
Από τον άνθρωπο ή τα θηρία.

Αν τ’ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,
Όλο πάθος καίγονταν μεμιάς;
Αφού η αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,
Ας είμαι εγώ που πιο πολύ αγαπάει.

Των άστρων, συλλογιέμαι, είμαι θαυμαστής
Που αδιαφορούν για μένα ό,τι κι αν πεις,
Μα τώρα που τα βλέπω ένα ένα
Μέσα στη μέρα δε μου ’λειψε κανένα.

Αν τ’ άστρα έσβηναν σ’ έναν αφανισμό,
Θα μάθαινα να βλέπω ένα άδειο ουρανό,
Να νιώθω το υπέροχο ψηλαφητό σκοτάδι
Και να το συνηθίζω κάθε βράδυ.

Σεπτέμβριος 1957
 

nickel

Administrator
Staff member
Ευχαριστούμε πολύ! Και για όσους θέλουν να τα βλέπουν πλάι πλάι, έκανα κι εγώ τον κόπο μου.
 

Attachments

  • Ωντεν-ΠένθιμοΜπλ&#959.pdf
    141.2 KB · Views: 298
...................ΣΧΗΜΑ

Δεν είναι φωτεινότερο πράγμα από την Αλήθεια·
ψάχνεις μ' έρωτα και μανία να τήνε βρεις;
είναι η έρευνά σου σαν τη Νύχτα καρποφόρα,
που έχει ασφαλές, ότι θα σκάσει ο Ήλιος πομπωδώς·
η έρευνά σου σαν τη Νύχτα, που όσα ερέβη
και αν δέρνουν, κάτι σιγολάμπει, είτε η πληθώρα
των άστρων, είτε, έστω, η αγωνιώδης μέσω συγνέφων
θολή εκείνη φωταύγεια που οδηγάει.
Αντίθετα, όποιος δεν νοιάζεται για την Αλήθεια,
είναι της αμεριμνησίας του η δήθεν γαλήνη
σαν την αιώνια νύχτα του κακού θανάτου,—άκαρπη,
δίχως ουδενός πράγματος φόβο ή ελπίδα, δίχως αρχή,
δίχως τέλος, ασυνείδητη, σαν την ψιλή έννοια
θανάτου δίχως τρόπαια χρωμάτων, δίχως καν την στιλπνότητα
Κρίσεως μελλοντικιάς μετά σαλπίγγων.

Τάκης Παπατσώνης, Εκλογή Α' (1934)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
«Εκείνο που έχουμε στις μεταφράσεις των ποιημάτων δεν είναι διόλου μια προσέγγιση προς το έργο όπως γράφτηκε, αλλά ο καρπός της επιμειξίας δυο φυσιογνωμιών, που μοιάζει θλιβερά κάποτε με την οικογένεια του μεταφραστή.»

~ Γιώργος Σεφέρης, «Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 469-470.[/TD]
 
Languor

by Peter Gizzi

The old language is
the old language
with its lance and grieves,
broken shields
and hammered vowels;
a stairway ascending
into a mirror—see it
climb the old helix,
beneath a scarred
and chipped northerly sky,
rotunda blue.

Sing genetic cloud forms
mirroring the syntax
in reflection, and what
would you have?

Paving stones, rhetoric,
the coping of bridges,
leanings, what
is taken from res?
To reconstruct? To re-
cognize the categories
have failed? That
the index was a lyre.

The lists have grown
lonely, far from home,
houses of worship,
roofs, toy stores and
liquor stores, names,
historical furniture,
descriptions of architecture,
patina in a fanfare city.

I have eaten the air
of that city.
 
Last edited by a moderator:
Ωραίο! αλλά δεν κατάλαβα την τρίτη στροφή, ούτε τι είναι αυτό το res.
 

Earion

Moderator
Staff member
Αντί για απάντηση στα συγκεκριμένα σημεία που ζητάτε, η Paradiper_Du ετοίμασε μια πρόχειρη μετάφραση ολόκληρου του ποιήματος, απ’ όπου φαίνεται πώς το διαβάζει εκείνη. Ωστόσο από σεμνότητα διστάζει να το παρουσιάσει η ίδια και με παρακάλεσε να το κάνω εγώ. Κάπως σαν τις επιστημονικές (και ποιητικές) ακαδημίες, όπου οι εργασίες παρουσιάζονται με τη διαμεσολάβηση κάποιου μέλους. Ας είναι λοιπόν, αφού είναι για το καλό της ποίησης (και για το κύρος βέβαια της Λεξιλογίας), προσφέρομαι.
:)
Χαύνωση

Η παλιά γλώσσα είναι
η παλιά γλώσσα
με λόγχη και περικνημίδες,
με
ασπίδες σπασμένες
και φωνήεντα λιωμένα απ’ το σφυρί·
μια ανεμόσκαλα ανεβαίνει
σ’ έναν καθρέφτη —δείτε την
που σκαρφαλώνει την αρχαία σπείρα
κάτω από το βορεινό στερέωμα,
το λαβωμένο, πετσοκομμένο,
γαλακτερή ροτόντα.

Κι αν τραγουδήσεις
του σύννεφου μορφές αρχέγονες
να καθρεφτίζουν τη σειρά των λέξεων
σε αντανάκλαση, τι θα ’χεις τότε;

Πλάκες οδοστρώματος, ρητορικές,
γέφυρας παραπέτα και στηθαία,
τι μένει αν αφαιρέσεις τα ανα—;
Ανασυστήνω; Ανα—
γνωρίζω ότι απέτυχαν
οι κατατάξεις; Ότι το δάχτυλο
που έδειχνε ήταν λύρα.

Παλιώνουν οι κατάλογοι
μοναχικά, μακριά απ’ το σπίτι,
από οίκους λατρείας,
στέγες, κάβες και παιχνιδάδικα,
ονόματα, έπιπλα εποχής,
περιγραφές αρχιτεκτονικής,
πατίνα χρόνου σε μια πόλη με φαμφάρες.

Τον έφαγα τον αέρα
αυτής της πόλης.

Peter Gizzi
 
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι Κινέζοι, κι έχουμε παρέα στα ρεζιλίκια

"Chinese Poetry, Chinese Dream", a six-month program promoting poetry-writing among the public, was launched on Saturday, an effort to become a Guinness record for "largest poetry competition". "Poetry has a long history in China, and we are proud to tell the world that nowadays Chinese people not only live a prosperous life in the material world, but also have a culture that is deep and profound," said Bao Yan, the chief planner of the program.

The official Guinness World Records judge Wu Qiong attended the launch and started the countdown. Through Nov 30, people can submit their poems to participate in setting the world record.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Ο γεωργός οπού στην πέτρα
σπέρνει, δίχως να θερίζει,
το τι κάνει δεν γνωρίζει,
δε θα δει ποτέ καρπόν.
Να μιλώ κουφών ανθρώπων,
στους τυφλούς να δείχνω πράμα,
και τα τρία αυτά αντάμα
είναι έργα διά τρελόν.

«Ο Χάσης (το τζάκωμα και το φτιάσιμον)», 1790, Δημήτριος Γουζέλης
 
Top