Βρίσκω πολλά ελληνικά επώνυμα που έχουν δημιουργηθεί με συμφυρμό εκφράσεων σε άρθρο του Ανδριώτη. Παραθέτω μόνο όσα είναι σχετικά.
Ν. Π. Ανδριώτης. «Συμβολή στη μελέτη των νεοελληνικών επωνύμων: επώνυμα από ρήματα».
Ελληνικά 28/2 (1975), σ. 394-400.
Από σύνθετα ρήματα ή από φράσεις με ρήμα
1. Από τον ενεστώτα της οριστικής στο πρώτο ενικό πρόσωπο:
Γκαμώτος (γαμώ το), Σεβλέπος (σε βλέπω).
2. Από τον ενεστώτα στο δεύτερο και κυρίως στο τρίτο ενικό πρόσωπο:
Απουλέσας (απού λες), Καλοκρατάς (καλά κρατάς), Καμνορόκης (κάμνει ρόκα, κλώθει μαλλί), Κονοπισώπουλος (κουνά τα πίσω του), Κοντοζής (βραχύβιος), Λαδοβρέχης (λάδι βρέχει), Μαγγίζης (μη μ’ αγγίζεις), Μαρέσης (μου αρέσει), Μηρωτάς (μη ρωτάς), Μησκουντάς (μη σκουντάς), Μωρησκόλας (μωρή, σκόλα), Νάχης (να ’χεις), Παειπάης (παέι πάει), Παεικαλάς (πάει καλά), Πενταφεύγας (πέντε φεύγει), Πουλές (που λες), Ρουφογάλης (ρουφώ γάλα), Συμαρέσης (συ μ’ αρέσεις), Συξέρης (συ ξέρεις), Ταπίνης (τα πίνεις), Τσαιρωτάς (και ρωτάς;), Φερέτος (φέρε το).
3. Από τον αόριστο στο πρώτο ενικό πρόσωπο:
Ξείπας (είπα, ξείπα, πρβ. Ξελέγος), Πορδαφήκας (πορδή άφηκε), Σεείδας και Σείδας (σε είδα, πρβ. Σεβλέπος), Σουείπας (σου είπα).
4. Από τον αόριστο στο δεύτερο και τρίτο ενικό:
Κανησπάθης ([ό,τι] κάνεις [θα το] πάθεις, γνωμικό), Μαναπάρης (μα να πάρεις).
5. Από τον τύπο της προστακτικής:
Καλακατέβας (καλά κατέβα), Κατσανέβας (κάτσε-ανέβα), Πέμας (πε μας), Σαλταπήδας (σάλτα πήδα) Συρεπίσος (σύρε πίσω), Τριψιγάλας (τρίψε γάλα), Σώπασης (σώπα συ), Τσακαπιάνης (τσάκα πιάνει), Τσακαπιάκος (τσάκα-πιάκω = πιάσε), Φαϊπέας (φάγε πίε). Πρβ. το μεσαιωνικό Βαλελάδης (βάλε λάδι).
Τέλος από το απαρέμφατο η έρευνα μας έδωσε μόνο το Επανιδής, από τη φράση εις το επανιδείν.
Πολλά επώνυμα προέρχονται και από εκφράσεις και λέξεις που λέει συνέχεια κάποιος όπως:
Κατόπης (κατόπι), Κιαπές (κι απέ), Κιόλας (κιόλας), Μαθές (μαθές), Μεταχαράς (μετά χαράς), Μήγαρης (μήγαρις), Πολυκαλάς (πολύ καλά), Πουθενάς, Ρές, Τάχας, Τόντης (τωόντι), Χάμος (χάμω), και άλλες.