Το 1977, η αστυνομία της Νέας Υόρκης συνέλαβε τον Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς (David Berkowitz), καθ' έξη δολοφόνο ο οποίος αργότερα καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς δυνατότητα αναστολής για τη δολοφονία 6 ανθρώπων και τον τραυματισμό πολλών άλλων με πυροβολισμό. Ο Μπέρκοβιτς ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι σκότωνε επειδή ο σκύλος του γείτονά του, ένα λαμπραντόρ, ήταν δαιμονισμένος και του ζητούσε το αίμα όμορφων νεαρών γυναικών ως φόρο τιμής (φαντάζομαι η πιο σατανική δικαιολογία τύπου the dog ate my homework στην ιστορία).
Λίγο μετά τη σύλληψη του Μπέρκοβιτς, τα ΜΜΕ άρχισαν να δείχνουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία του, πράγμα το οποίο ο ίδιος έδειχνε να απολαμβάνει, και κυκλοφορούσαν φήμες ότι διάφοροι εκδότες είχαν αρχίσει να του κάνουν προσφορές για να εκδώσει τα απομνημονεύματά του. Η Πολιτεία της Νέας Υόρκης αντέδρασε αστραπιαία: το 1977 θέσπισε ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν σε καταδικασμένους εγκληματίες να αποκομίσουν χρήματα εκμεταλλευόμενοι τα εγκλήματά τους. Ο νόμος ονομάστηκε Son of Sam law, ο Νόμος του Γιου του Σαμ, από το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε ο Μπέρκοβιτς διάφορες περιπαικτικές επιστολές που έστελνε στην αστυνομία και στον τύπο.
Ο νόμος αυτός στερούσε από τον οποιοδήποτε εγκληματία τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί οικονομικά τα εγκλήματά του, ιδίως μέσω της δημοσιοποίησής τους σε ΜΜΕ.
Ο πρώτος νόμος αυτός χαρακτηρίστηκε αντισυνταγματικός καθώς ερχόταν σε αντίθεση με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του τύπου.
Ωστόσο, η Νέα Υόρκη ξαναπροσπάθησε και αυτή τη φορά τα κατάφερε: το 2001 πέρασε το νόμο που ισχύει και σήμερα, ο οποίος επιτρέπει στα θύματα των εγκλημάτων να ενημερώνονται κάθε φορά που ο καταδικασμένος εγκληματίας εισπράττει ποσά από 10.000 δολάρια ΗΠΑ και πάνω από οποιαδήποτε πηγή, ακόμα και εκτός ΗΠΑ. Σύμφωνα με το νόμο, ο εγκληματίας μπορεί, παραδείγματος χάριν, να γράψει ένα βιβλίο όπου θα αφηγείται πώς ακριβώς πυροβόλησε και σκότωσε τα θύματά του, όπως θα είχε κάνει ο Μπέρκοβιτς αν τελικά είχε προχωρήσει το εκδοτικό εγχείρημα, όμως τα θύματα των εγκλημάτων (για παράδειγμα η οικογένεια των νεκρών) μπορεί να καταθέσει αγωγή στα αστικά δικαστήρια και να ζητήσει αποζημίωση.
Σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ, τα κέρδη από τέτοιου είδους εγχειρήματα εγκληματιών πηγαίνουν υποχρεωτικά στο κράτος, σε ειδικά ταμεία αποζημίωσης των θυμάτων, ακόμα και εάν τα χρήματα εισπράχθηκαν από μέλη της οικογένειας του εγκληματία και όχι από τον ίδιο. Δηλαδή ναι μεν δεν στερείται από τον εγκληματία η δυνατότητά του να πει την ιστορία του μέσω συνεντεύξεων ή βιογραφιών και παρόμοιων εγχειρημάτων, του απαγορεύεται ωστόσο η δυνατότητα να πλουτίσει από αυτά.
Και μ' αυτά και μ' αυτά τα της ελληνικής επικαιρότητας, σκέφτομαι πως οι ΗΠΑ σε κάποια πράγματα είναι αρκετά μπροστά.
Λίγο μετά τη σύλληψη του Μπέρκοβιτς, τα ΜΜΕ άρχισαν να δείχνουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία του, πράγμα το οποίο ο ίδιος έδειχνε να απολαμβάνει, και κυκλοφορούσαν φήμες ότι διάφοροι εκδότες είχαν αρχίσει να του κάνουν προσφορές για να εκδώσει τα απομνημονεύματά του. Η Πολιτεία της Νέας Υόρκης αντέδρασε αστραπιαία: το 1977 θέσπισε ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν σε καταδικασμένους εγκληματίες να αποκομίσουν χρήματα εκμεταλλευόμενοι τα εγκλήματά τους. Ο νόμος ονομάστηκε Son of Sam law, ο Νόμος του Γιου του Σαμ, από το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε ο Μπέρκοβιτς διάφορες περιπαικτικές επιστολές που έστελνε στην αστυνομία και στον τύπο.
Ο νόμος αυτός στερούσε από τον οποιοδήποτε εγκληματία τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί οικονομικά τα εγκλήματά του, ιδίως μέσω της δημοσιοποίησής τους σε ΜΜΕ.
Ο πρώτος νόμος αυτός χαρακτηρίστηκε αντισυνταγματικός καθώς ερχόταν σε αντίθεση με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του τύπου.
Ωστόσο, η Νέα Υόρκη ξαναπροσπάθησε και αυτή τη φορά τα κατάφερε: το 2001 πέρασε το νόμο που ισχύει και σήμερα, ο οποίος επιτρέπει στα θύματα των εγκλημάτων να ενημερώνονται κάθε φορά που ο καταδικασμένος εγκληματίας εισπράττει ποσά από 10.000 δολάρια ΗΠΑ και πάνω από οποιαδήποτε πηγή, ακόμα και εκτός ΗΠΑ. Σύμφωνα με το νόμο, ο εγκληματίας μπορεί, παραδείγματος χάριν, να γράψει ένα βιβλίο όπου θα αφηγείται πώς ακριβώς πυροβόλησε και σκότωσε τα θύματά του, όπως θα είχε κάνει ο Μπέρκοβιτς αν τελικά είχε προχωρήσει το εκδοτικό εγχείρημα, όμως τα θύματα των εγκλημάτων (για παράδειγμα η οικογένεια των νεκρών) μπορεί να καταθέσει αγωγή στα αστικά δικαστήρια και να ζητήσει αποζημίωση.
Σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ, τα κέρδη από τέτοιου είδους εγχειρήματα εγκληματιών πηγαίνουν υποχρεωτικά στο κράτος, σε ειδικά ταμεία αποζημίωσης των θυμάτων, ακόμα και εάν τα χρήματα εισπράχθηκαν από μέλη της οικογένειας του εγκληματία και όχι από τον ίδιο. Δηλαδή ναι μεν δεν στερείται από τον εγκληματία η δυνατότητά του να πει την ιστορία του μέσω συνεντεύξεων ή βιογραφιών και παρόμοιων εγχειρημάτων, του απαγορεύεται ωστόσο η δυνατότητα να πλουτίσει από αυτά.
Και μ' αυτά και μ' αυτά τα της ελληνικής επικαιρότητας, σκέφτομαι πως οι ΗΠΑ σε κάποια πράγματα είναι αρκετά μπροστά.