metafrasi banner

Ο πλευρίτης και ο βοτρύτης

nickel

Administrator
Staff member
Ρωτούσα εδώ:

Ο πολίτης, θηλυκό;

Αν διαβάσουμε τα λεξικά, θα δούμε το λόγιο η πολίτις. Στο ΛΚΝ προστίθεται το η πολίτης. Στο διαδίκτυο θα δούμε το πολίτιδα και στην ονομαστική. Η πολίτρια θα αντιμετωπίζει πάντα την αναπόφευκτη ειρωνεία από την ταύτιση με την πωλήτρια. Οπότε, ας κοιτάξουμε καλύτερα την πολίτισσα, τη συμπολίτισσα και την κοσμοπολίτισσα (όχι, Ζαζ, πάπισσα είχαμε, μητροπολίτισσα δεν είχαμε). Για την ακρίβεια, ας κοιτάξουμε το σημείωμα του συνονόματου, μια και συμπέσαμε κάπως σήμερα.

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου. Απλώς ήθελα να θυμίσω ότι και η κατάληξη -ίτιδα δεν είναι αμελητέα, μόνο που φαίνεται να φτιάχνει κυρίως αρρώστιες. Αν η πολίτρια θυμίζει πωλήτρια, και η πολίτιδα ένα βήμα είναι από την κολίτιδα. Πόσες γνωστές λέξεις σε –ίτιδα δεν είναι αρρώστιες; Η αιγιαλίτιδα ζώνη, η πυρίτιδα και η δυναμίτιδα, άντε και η Τριπολίτιδα, άλλη δεν μου έρχεται.

Έχουμε αρσενικά ουσιαστικά σε —της και —ίτης (τοξότης, τεχνίτης, πολίτης) και τα θηλυκά τους έληγαν σε —τις και —ίτις (τοξότις, τεχνίτις, πολίτις). Σήμερα, αν δεν είναι αρρώστια, το θηλυκό συνήθως θα πάρει κατάληξη —τρια (—ίτρια) ή –ίτισσα.

Όχι πως μπορούν να κοιμούνται ήσυχες οι αρρώστιες. Στα επίσημα γραφτά, δεν έχουν πρόβλημα, αλλά ο πλευρίτης και ο φλεβίτης και ο σκωληκοειδίτης δίνουν και παίρνουν στην καθημερινή γλώσσα.

Σήμερα ανακάλυψα κι άλλη μια ίτιδα με ενδιαφέρουσα περιπέτεια.

Πρώτα απ’ όλα, μια ματιά στο OED για την αμφίδρομη αντιστοιχία –ίτης <> –ite και –ίτις (σήμερα –ίτιδα) <> -itis (το είπα με δύο λόγια, για όποιον βαριέται να διαβάζει OED):

-ite, suffix,
corresponding to F. -ite, L. -īta (-ītēs), ad. Gr. –ίτης, forming adjs. and ns. (of adj. origin) with the sense ‘(one) connected with or belonging to’, ‘a member of’, as in ὁπλίτης, adj. heavy armed, n. a heavy-armed soldier (f. ὅπλα armour), πολίτης citizen (f. πόλις city). Its fem. form is –ῑτις (-itis). Both the masc. and fem. forms were extensively used in forming technical names of natural products, diseases, etc.
A frequent use in Gr. was to form ethnic and local designations, as Ἀβδηρίτης Abderite, Σταγιρίτης Stagirite, Συβαρίτης Sybarite, Ταρταρίτης denizen of Tartarus. Hence, often used by the LXX to render Heb. names in -ī, as in Ἰσραηλίτης Israelite […] Another frequent use of the termination was to form names of minerals and gems (adjectively with λίθος, ‘stone’ understood), e.g. ἀνθρακίτης anthracite, αἱματίτης blood-stone, hæmatite, ὀφίτης snake-stone, serpentine, σεληνίτης moon-stone, selenite, etc. Nearly all these occur also in L. in Pliny, who moreover adds several not recorded in Greek. These have been handed down and increased by mediæval and early modern Latin writers de proprietatibus rerum, and have given origin to our modern use of -ite in names of fossils and minerals.

-itis, suffix,
a. Gr. –ῑτις, properly forming the fem. of adjs. in –ίτης, but often used absolutely with a fem. n. understood, as in ἀσφαλτῑτις (λίμνη) Lake Asphaltitis, the Dead Sea; already in Greek used to qualify νόσος disease, expressed or understood, e.g. ἀρθρῑτις (disease) of the joints, gout, arthritis, νεφρῑτις (disease) of the kidneys, nephritis, πλευρῑτις pleurisy, ῥαχῑτις spinal (disease), rhachitis. On the analogy of these, -itis has become in mod. medical L., and hence in Eng., the regular name for affections of particular parts, and spec. (though this is not etymological) of inflammatory disease or inflammation of a part. Examples are appendicitis (inflammation of the vermiform appendix of the cæcum), bronchitis, gastritis, peritonitis, pneumonitis, tonsilitis, etc. The Fr. form is in -ite. In irregular trivial use applied to a state of mind or tendency fancifully regarded as a disease.



Βλέπω λοιπόν σήμερα στο ΙΑΤΕ, σε αναζήτηση για το Botrytis, την τεφρά σήψη, Botrytis cinerea για την ακρίβεια, να δίνει σαν πρώτη μετάφραση «ο βοτρύτης». Όπα, λέω, επισημοποιήθηκε και ο πλευρίτης. Πράγματι, μια αναζήτηση στο διαδίκτυο έδειξε ότι οι περισσότερες σελίδες χρησιμοποιούν τον βοτρύτη για αυτό το γένος μυκήτων.

Η ιστορία της ταλαιπωρίας της λέξης έχει ενδιαφέρον.

Στον Γαληνό η λέξη ήταν βοτρυΐτις σαν περιγραφή λίθου (η βοτρυΐτις λίθος) που σχηματιζόταν στις καμινάδες και θα θύμιζε τσαμπί. Κάποιο φάρμακο για τα μάτια έφτιαχναν απ' αυτόν. Ο Πλίνιος αντιγράφει τον Γαληνό και εκλατινίζει σε botryitis. Από αγγλική μετάφραση της Φυσικής ιστορίας του Πλίνιου:
The best is that which is found in the interior, hanging from the arches of the chimney, and from its form and position named “botryitis”. [“Cluster residue.” From its resemblance to a bunch of grapes.]

Παίρνουν τη λατινική λέξη από τον Πλίνιο για να περιγράψουν τους μύκητες και της τρώνε το «i». Στο Etymologisches Wörterbuch der botanischen Pflanzennamen (Helmut Genaust, εκδ. Birkhäuser, 1996): Botrytis : lat. botryitis (Plin.) < gr. botryitis (Galen.).

Όταν επιστρέφει η λέξη στην Ελλάδα, κάποιοι της ξαναβάζουν το «ι». Έτσι, στο Φυτολογικό του Γεννάδιου είναι Βοτρυΐτις. Κάποιοι άλλοι μεταγράφουν χωρίς το «ι». Ο Δημητράκος θέλει να τα έχει καλά με όλους:

βοτρυΐτις –ΐτιδος (η) μτγν. κ. νεώτ., θηλ., του βοτρυΐτης, η ομοία προς βότρυν, η βοτρυοειδής, που μοιάζει σαν σταφύλι […] 2. νεώτ. βοταν. γένος μυκήτων· ά. βοτρύτις βλ.λ.
και
βοτρύτις –ιδος (η) νεώτ. βοταν. κ. βοτρυΐτις γένος μυκήτων της οικογενείας των ουρεδινιδών, δημ. μούχλα, αγιόσκληκο.

Δεν ξεχνάει ωστόσο ότι η λέξη είναι θηλυκού γένους. Και ερχόμαστε στον Πάπυρο και βρίσκουμε Βοτρύτις, ο. Λεζάντα: Σταφύλια που έχουν προσβληθεί από Βοτρύτι. Εδώ ταιριάζει και η φωτογραφία που έβαλε ο Σαραντάκος στο σημερινό του κείμενο.


Αφού κάπου λοιπόν άλλαξε φύλο, ήταν αναπόφευκτο να καταλήξει να ονομάζεται επίσημα (;) ο βοτρύτης.

Η βοτρυΐτιδα θα ήταν το σωστό αν θέλαμε να κρατήσουμε την παράδοση της λέξης. Κάποιοι λίγοι έχουν τουλάχιστον υποψιαστεί από εκείνο το —tis και γράφουν η βοτρύτιδα.

Βεβαίως, δεν αποκλείεται να πει ο Σαραντάκος ότι καλύτερα ο βοτρύτης και ο πλευρίτης και ο σκωληκοειδίτης, και μάλιστα να αρχίσουν να τα λένε έτσι και οι επιστήμονες. Θα με πιάσει *φρενίτης (όχι ενθουσιασμού). Συνονόματε, πάρε θέση!
 
Η αιγιαλίτιδα ζώνη, η πυρίτιδα και η δυναμίτιδα, άντε και η Τριπολίτιδα, άλλη δεν μου έρχεται.
Στα κοινά δεν βρίσκω κανένα, αλλά εκτός από τη Βεγορίτιδα... Άσμα Ασμάτων! :)
 
Βεβαίως, δεν αποκλείεται να πει ο Σαραντάκος ότι καλύτερα ο βοτρύτης και ο πλευρίτης και ο σκωληκοειδίτης, και μάλιστα να αρχίσουν να τα λένε έτσι και οι επιστήμονες. Θα με πιάσει *φρενίτης (όχι ενθουσιασμού). Συνονόματε, πάρε θέση!

Προς το παρόν θα κάτσω (που λένε) όρθιος!
 

nickel

Administrator
Staff member
Οπότε, ξαναλέω, ελπίζω στις επικείμενες εκλογές να είναι περισσότερες όσες δηλώνουν πολίτισσες παρά πολίτιδες -και, με την ευκαιρία, παροτρύνω τις γυναίκες που κατεβαίνουν στις περιφερειακές εκλογές να δηλώσουν ότι είναι υποψήφιες περιφερειάρχισσες, ένας τύπος που έχει όχι λίγα δόκιμα ανάλογα (ομαδάρχισσα, γυμνασιάρχισσα κτλ.) -αλλά ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε στο θέμα.

Έτσι τελειώνει το σημερινό σημείωμα του Σαραντάκου με τίτλο «Η πολίτισσα (που δεν είναι από την Πόλη) ή η πολίτιδα;».
http://sarantakos.wordpress.com/2014/02/25/polit/
 
Top