Ιδού η προέλευση του μουσουλμάνος από WIKI
Musulmán/Mosalmán (Persian: مسلمان) is a synonym for Muslim. This term is modified from Arabic and was also mentioned in the vedas. It is the origin of the Spanish word musulmán, the Portuguese word muçulmano, and the Greek word μουσουλμάνος (all used for a Muslim).[1] In English it has become archaic in usage.
In addition to Spanish, Portuguese, Parsian, Arabic, and the Persian dialect of Dari, it is also found in Pashto, Urdu, Hindi, Bengali, Marathi, Panjabi, Turkish, Kazakh, Uzbek, Kyrgyz, Azeri, Maltese, Hungarian, Czech, Polish, German, Bosnian, Bulgarian, Russian, Serbian, Ukrainian, Greek, Romanian, French, Italian, Dutch, and Sanskrit.
Στην Ελλάδα κυκλοφορεί ευρέως το «μουσουλμαν-ισμός» κατά το πρότυπο του χριστιαν-ισμός.
Είναι προτιμότερο, για τη θρησκεία να χρησιμοποιείται μόνο το «Ισλάμ», «ισλαμ -ική -ός».
Το Islamist τώρα πια κουβαλάει κάτι αρνητικό.
Και κάτι τελευταίο, έχει γίνει πολύ της μόδας η λέξη «ρατσισμός» ως αδιάκριτο αντικατάστατο της «μισαλλοδοξίας». Εξ ου κσι ο εκκολαπτόμενος για το γνωστό πολιτικό σκοπό φιμωτικός γκεσταπίτικος νόμος...