bernardina
Moderator
Γάτα με τις εννιά ζωές και με τις ροζ πατούσες,
τη γούνα τη βελούδινη και τα χρυσά μουστάκια,
που σκύλοι δέκα χαρτωσά δεν πιάνουνε μπροστά σου,
τρίψε μου το μουσούδι σου, νιαούρισε ν' ακούσω
να μου γλυκάνει η καρδιά, να φύγουν τα φαρμάκια.
Κοίτα με τις ματάρες σου, τα πράσινα σμαράγδια,
βαθιά μέσα στα μάτια μου, κλέψε τα μυστικά μου.
Κι αν φας και το μπιφτέκι μου, σε μπέικον τυλιγμένο,
κι αν ρίξεις το ποτήρι μου με το γλυκό το γάλα,
κι αν σκίσεις το καλτσόνι μου τ' ακριβοπληρωμένο,
χαλάλι σου, γατούλα μου, χίλιες φορές χαλάλι.
Μέχρι και το κανάρι μου αν θέλεις... χάρισμά σου,
φτάνει ν' ακούω το γλυκό γλυκό γουργούρισμά σου
από το μοτεράκι σου που έχεις στο λαιμούδι.
Μάσε και τον ποντίκαρο που μου 'φερες πεσκέσι,
και μην κοιτάς που απ' τις φωνές δε σήκωσα τον κόσμο:
είναι που σκιάζομαι, καλή, ρεζίλι να μη γίνω.
Kι αυτός ο κατσαρίδαρος που σερβελντά* ακόμα,
τα πέταλα δεν τίναξε. Για άντε και ξηγήσου.
Κι αφού θα φας, κι αφού θα πιεις, κι αφού θα σεργιανίσεις,
χωρίς σ' εμέ λογαριασμό, χωρίς να δώσεις λόγο,
πλύσου παντού καλά καλά, να φύγουν τα μικρόβια,
κι έλα και γείρε δίπλα μου να θέσουμε αντάμα.
*σερβελ(ντ)άω-ώ = έχω πέσει ανάσκελα και σφαδάζω κουνώντας χέρια-πόδια.
ΥΓ. Και για όσους δεν κατάλαβαν, πρόκειται για το επίσημο γατόνημα της Λεξιλογίας, με επίτιμο χορηγό τον αόκνως πουσαπίζοντα γαλιδέα.
τη γούνα τη βελούδινη και τα χρυσά μουστάκια,
που σκύλοι δέκα χαρτωσά δεν πιάνουνε μπροστά σου,
τρίψε μου το μουσούδι σου, νιαούρισε ν' ακούσω
να μου γλυκάνει η καρδιά, να φύγουν τα φαρμάκια.
Κοίτα με τις ματάρες σου, τα πράσινα σμαράγδια,
βαθιά μέσα στα μάτια μου, κλέψε τα μυστικά μου.
Κι αν φας και το μπιφτέκι μου, σε μπέικον τυλιγμένο,
κι αν ρίξεις το ποτήρι μου με το γλυκό το γάλα,
κι αν σκίσεις το καλτσόνι μου τ' ακριβοπληρωμένο,
χαλάλι σου, γατούλα μου, χίλιες φορές χαλάλι.
Μέχρι και το κανάρι μου αν θέλεις... χάρισμά σου,
φτάνει ν' ακούω το γλυκό γλυκό γουργούρισμά σου
από το μοτεράκι σου που έχεις στο λαιμούδι.
Μάσε και τον ποντίκαρο που μου 'φερες πεσκέσι,
και μην κοιτάς που απ' τις φωνές δε σήκωσα τον κόσμο:
είναι που σκιάζομαι, καλή, ρεζίλι να μη γίνω.
Kι αυτός ο κατσαρίδαρος που σερβελντά* ακόμα,
τα πέταλα δεν τίναξε. Για άντε και ξηγήσου.
Κι αφού θα φας, κι αφού θα πιεις, κι αφού θα σεργιανίσεις,
χωρίς σ' εμέ λογαριασμό, χωρίς να δώσεις λόγο,
πλύσου παντού καλά καλά, να φύγουν τα μικρόβια,
κι έλα και γείρε δίπλα μου να θέσουμε αντάμα.
*σερβελ(ντ)άω-ώ = έχω πέσει ανάσκελα και σφαδάζω κουνώντας χέρια-πόδια.
ΥΓ. Και για όσους δεν κατάλαβαν, πρόκειται για το επίσημο γατόνημα της Λεξιλογίας, με επίτιμο χορηγό τον αόκνως πουσαπίζοντα γαλιδέα.