Δεν θα μπορούσα να απορρίψω το λόγιο Αράβισσα. Δεν υπάρχει μόνο στο βιβλίο του Ιώβ, υπάρχει και στον Ουράνη («το πλοίο μας μετέφερε .. φτωχές αράβισσες με καλύπτρες στο πρόσωπο»), προφανώς και αλλού.
Ο αράπης σημαίνει πρώτα απ' όλα τον Άραβα (είναι η τούρκικη λέξη arap). Κοιτάζω αραπίνα στο ΛΝΕΓ και διαβάζω «γυναίκα από την Αραβία ή την Αφρική». Στον Γεωργακά πάλι: αραπίνα 1. Arab woman: οι Αιγύπτιοι δεν είναι διόλου μαύροι, κάποτε μάλιστα συναντάς αραπίνες κατάξανθες (Chatzinis). 2. black woman, negress (syn αράπισσα, νέγρα) [...]. 3. fig dark-skinned or tanned woman [...]. Όταν ο Τσιτσάνης τραγουδά για «αραπίνες μαύρες ερωτιάρες», στην Αραπιά τις βρίσκει (Arab world, που λέγαμε τις προάλλες).
Αναγνωρίζοντας ότι η αραπίνα (συνώνυμο του αράπισσα) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια για την Αράβισσα, ξέσκαψα από το Θάνατο του Διγενή τον τύπο Αραβίνα (που εκεί χρησιμοποιείται με γεωγραφική σημασία) και τον πρότεινα επειδή είναι ένα βήμα από την αραπίνα. Και, να πάρει, θα μου άρεσε σε κάποια κείμενα. Καλύτερα «αραβίνες μαύρες ερωτιάρες» παρά «Αράβισσες μαύρες ερωτιάρες».