Η απορία μου γεννήθηκε από μια όμορφη σκηνή της όμορφης ταινίας Beginners (Πρωτάρηδες).
Ο ορισμός στο ODE (ίδιος και σε άλλα λεξικά):
Αυτό εδώ δηλαδή, με τις μπρετελίτσες:
Να πούμε ότι στα ελληνικά η λέξη είναι καμιζόλα (όχι *κάμιζολ ή *καμισόλα). Είναι όμως το ίδιο πράγμα; Δείτε ορισμούς:
Τελικά, κυρίες μου: Τι εννοείτε όταν λέτε καμιζόλα στα ελληνικά και τι ζητάτε στα μαγαζιά για να σας δώσουν camisole;
Ο ορισμός στο ODE (ίδιος και σε άλλα λεξικά):
camisole [ˈkamɪsəʊl]
a woman’s loose-fitting undergarment for the upper body, typically held up by shoulder straps.
[Origin: early 19th century: from French, either from Italian camiciola, diminutive of camicia, or from Spanish camisola, diminutive of camisa, both from late Latin camisia 'shirt or nightgown')
a woman’s loose-fitting undergarment for the upper body, typically held up by shoulder straps.
[Origin: early 19th century: from French, either from Italian camiciola, diminutive of camicia, or from Spanish camisola, diminutive of camisa, both from late Latin camisia 'shirt or nightgown')
Αυτό εδώ δηλαδή, με τις μπρετελίτσες:
Να πούμε ότι στα ελληνικά η λέξη είναι καμιζόλα (όχι *κάμιζολ ή *καμισόλα). Είναι όμως το ίδιο πράγμα; Δείτε ορισμούς:
- καμιζόλα (η) {χωρ. γεν. πληθ.) φαρδύ και ελαφρύ γυναικείο πουκάμισο, που φτάνει ώς τα γόνατα. (ΛΝΕΓ)
- καμιζόλα η [kamizóla] O25 : είδος φαρδιάς και ριχτής γυναικείας μπλούζας. (ΛΚΝ)
- camisole ουσ. ενδυμ. 1. καμιζόλα > 2. κασκορσέ (Magenta)
Τελικά, κυρίες μου: Τι εννοείτε όταν λέτε καμιζόλα στα ελληνικά και τι ζητάτε στα μαγαζιά για να σας δώσουν camisole;