Αν μου επιτρέπεις, Ζαζ:
μια ολιά = μια σταλιά
(σωστός ο Δρ7χ), λιγάκι, όχι μόνο χρονικό.
Βάλε ωρέ μια ολιά λάδι στη σαλάτα, που την ήκαμες ολόστεγνη, τουριστική. (το "μια ολιά λάδι" στη σαλάτα σε ελαιοπαραγωγικές περιοχές συνήθως σημαίνει να τηνε κάμεις σούπα).
Φουρ(γ)ιάρικο είναι όντως το αγριοκάτσικο γενικά (το άγριο ρίφι), αλλά Αγιορουμελιώτες
(Αγία Ρουμέλη, το αφανές χωριό στην έξοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς· οι μη παρατηρητικοί διαβάτες γνωρίζουν μόνο την τουριστική προέκτασή του στην παραλία) μου έλεγαν ότι κάποτε ονοματίζαν έτσι μόνο τους αίγαγρους, τα κρι κρι, και αυτοί τουλάχιστον το τηρούσαν ακόμα.
Από τους ασκορδουλάκους τρώγονται όντως όλα τα μέρη, αλλά το πιο συνηθισμένο είναι οι βολβοί τους. Αφού μείνουν στο νερό και ξεπικρίσουν, διατηρούνται στο ξίδι, τρώγονται σκέτοι με λίγο λάδι, σκόρδο και μαϊντανό ή στη σαλάτα και είναι από τις καλές συνοδευτικές γεύσεις της ρακής.
Καλά που μου τσι θύμισες, τσι 'χω ξεχασμένους στο ψυγείο.
Edit: οφτό συνήθως λέγεται το ψημένο στα κάρβουνα ή στη χόβολη (αρνί οφτό, πατάτες οφτές), παρά
την αρχική του σημασία.