Επειδή θεωρώ ότι τα λεξικά δεν μας δίνουν πλήρη εικόνα του όρου, όπως είμαι βέβαιος ότι και ο υπουργός δεν αναφέρεται απαραιτήτως σε κομψευόμενα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών. (Από τα Νέα) Συνθέτω το λήμμα από το Wiktionary, με δικές μου προσθήκες:
Για αποδόσεις:
1 fop, dandy. 2 twit, twerp.
τζιτζιφιόγκος αρσενικό
1 μειωτικός χαρακτηρισμός άντρα, συνήθως νεαρής ηλικίας, που ντύνεται και συμπεριφέρεται με υπερβολική κομψότητα και παριστάνει τον γόη· λιμοκοντόρος, δανδής, κομψευόμενος, φλώρος: ...ένα γκόλντεν μπόι του καιρού του, τοκιστής και σουλατσαδόρος, τζιτζιφιόγκος και προικοθήρας... 2 φαιδρό υποκείμενο, καραγκιόζης: «Δεν μπορεί ο κάθε τζιτζιφιόγκος ή παρλαπίπας, επειδή του τη βίδωσε, να λέει θέλω να γίνω πρωθυπουργός» (Πάγκαλος, 1998)
[ΕΤΥΜ. τζιτζί, τουρκ. cici «όμορφος» (νηπιακή λέξη) + φιόγκος «κομψευόμενος»]
1 μειωτικός χαρακτηρισμός άντρα, συνήθως νεαρής ηλικίας, που ντύνεται και συμπεριφέρεται με υπερβολική κομψότητα και παριστάνει τον γόη· λιμοκοντόρος, δανδής, κομψευόμενος, φλώρος: ...ένα γκόλντεν μπόι του καιρού του, τοκιστής και σουλατσαδόρος, τζιτζιφιόγκος και προικοθήρας... 2 φαιδρό υποκείμενο, καραγκιόζης: «Δεν μπορεί ο κάθε τζιτζιφιόγκος ή παρλαπίπας, επειδή του τη βίδωσε, να λέει θέλω να γίνω πρωθυπουργός» (Πάγκαλος, 1998)
[ΕΤΥΜ. τζιτζί, τουρκ. cici «όμορφος» (νηπιακή λέξη) + φιόγκος «κομψευόμενος»]
Για αποδόσεις:
1 fop, dandy. 2 twit, twerp.