Τα κυνόλεκτα

daeman

Administrator
Staff member
συγκυνούμαι: κινούμαι μαζί με τον σκύλο μου.
Εμπνευσμένο από εδώ. Οπτικοποίηση εδώ.

συγκυνωνία: οι αγορές (ώνια) με τη συνοδεία σκύλου. Ναι, ξέρω, αλλά για έναν παρατονισμό θα τα χαλάσουμε;
408413519_cfa46ffe4d_o.jpg


επικυνωνία: οι αγορές (ώνια) με χρήση του σκύλου ως μεταφορικού μέσου. :eek:
riding_dog.jpg


Όχι, κυνόνημα δεν θα φτιάξω εγώ. Μετά το τυρόνημα, ίσως είναι πολύ κυνότοπο. Και δεν θέλουμε αυτός ο ιστότοπος να γίνει ρεζίλι των σκυλιών... :D
 
Who let the dogs out?

κυνοπολιτεία = το σκυλάδικο αρχαιοπρεπώς
παλιοκυνωνία = αγέλη από παλιόσκυλα
κυνόβιο = η σκυλίσια ζωή
Μηκύνες = το μέρος όπου δεν επιτρέπονται σκυλιά
υπερκυνητικός = αυτός που έχει πολλά σκυλιά
κύνδεινος = ο πολύ καλός σκύλος (λ.χ. δεινός στη φέρμα, στο ξεπέταγμα θηραμάτων κλπ)
βούκυνο = το μπουλντόγκ ελληνοπρεπώς [βους bull + κύων, κυνός dog]
 
κυνάγχη = οι σκοτούρες των σκύλων
κυνάρα = ο σκύλαρος
κυνήτται = τα χαμένα παιχνίδια των σκύλων
 
Τώρα έχουμε, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις μου στο #1.
 
Και μια ετυμολογική σημείωση: όταν λέμε ότι κάποιοι σκυλεύουν τους νεκρούς με τη σημασία της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης, έχουμε στη ρίζα της λέξης τα σκύλα, δηλαδή τα λάφυρα, τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό.

Ζητώ συγγνώμη για το διάλειμμα σοβαρότητας.

attachment.php
 
σκυνίτης = ο σκύλος που συνοδεύει το αφεντικό του στην κατασκύνωση
μπασκύνας = σκύλος που επιτρέπεται να ανεβαίνει στο λεωφορείο
παρακυνητής = συνοδός σκύλου
 
κυνολογώ: 1) (επί σκύλων καλής οικογενείας) γαβγίζω, 2) συμμετέχω στο νήμα της Λεξιλογίας περί κυνολέκτων.
 
...
Το κυνός λεγόμενο κυνολεκτώ δεν μας κάνει;

κυνός λεγόμενο = γάβγισμα, υλακή (λόγ.)
 
Άσε, Θέμη. Από την ακυνώνητη συντύρηση στην κυνωνική κατάψυξη πάω. Κυνός, δεν με συγκυνούν πολλά πλέον.
Δεν ήθελα να το κυνοποιήσω το νήμα, αλλά το ξανασκέφτηκα και είπα: δεν ξεκυνάω κι εγώ ένα κύνημα;
 
...
περισκυλίδα = περιλαίμιο σκύλου, κυνός η λαιμαριά


34196053795_e568e640fa_m.jpg
 
Last edited:
Από την ίδια έμπνευση
Σκιλοπνίχτης = ο δολοφόνος που πνίγει και δεν αφήνει ίχνη
 
Σκιλοπνίχτης = ο δολοφόνος που πνίγει και δεν αφήνει ίχνη
Καλημέρα. Εγώ περίμενα να περιγράψεις τον εαυτό σου:
σκιλοπνίχτρα = αυτή που επιδιώκει να πολεμήσει κάθε περιττή χρήση του αγγλισμού σκιλ στην ελληνική γλώσσα — δηλαδή, κάθε χρήση του.
 
Back
Top