Έχω σαφώς την εντύπωση ότι ο όρος δανειοληψία είναι αρκετά σπάνιος αλλά και αρκετά παλιός. Και είναι βέβαια απολύτως έγκυρος, όσο κι αν δεν έχει λεξικογραφηθεί. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε σαφή διάκριση μεταξύ δανείζω (= δίνω δάνειο) και δανείζομαι (= παίρνω δάνειο), αλλά το ρηματικό ουσιαστικό είναι ο δανεισμός, ο οποίος μπορεί να σημαίνει και τα δύο. Κατά τον Δημητράκο, που επικαλείται μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις τον Πλάτωνα, ο δανεισμός σημαίνει και "το δανείζειν" και "το δανείζεσθαι". Έχω συναντήσει περιπτώσεις όπου η δανειοληψία ήταν απαραίτητη για λόγους σαφήνειας. Το ακριβές συμμετρικό αντίστροφό της δεν είναι πάντως η δανειοδότηση αλλά η δανειοδοσία, που κι αυτή δεν υπάρχει στα λεξικά. Η σύνταξή τους είναι διαφορετική. Η δανειοδότηση χρησιμοποιείται εύκολα με γενική αντικειμενική που σημαίνει τον δανειζόμενο (π.χ. δανειοδότηση επιχειρήσεων), ενώ η δανειοδοσία και η δανειοληψία χρησιμοποιούνται συνήθως μόνες τους, σαν περιληπτικά ουσιαστικά που δεν δέχονται εύκολα πληθυντικό. Μπορούν ωστόσο να συνοδεύονται από μια οιονεί γενική αντικειμενική, που σημαίνει όμως το αντικείμενο του δανεισμού, όχι τον δανειζόμενο. Κλασικό παράδειγμα η δανειοδοσία και δανειοληψία τίτλων για τις "ανοιχτές συναλλαγές". Στην περίπτωση αυτή είναι αδύνατον να αντικαταστήσουμε τη δανειοδοσία με τη δανειοδότηση. Δύο λοιπόν είναι οι λέξεις που περιέργως λείπουν από τα λεξικά.