metafrasi banner

do-nothing farming = ακαλλιέργεια (;)

nickel

Administrator
Staff member
Η φυσική αναβλάστηση, ακαλλιέργεια ή αλλιώς η «do nothing farming» πάει ένα βήμα πιο πέρα από τη βιολογική γεωργία.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathcommon_1_04/02/2008_1287216

Do-nothing farming, also known as natural farming, Fukuoka farming, and the Fukuoka method, is an alternative permaculture farming method to chemical or traditional farming. Developed for 30 years by Masanobu Fukuoka of Japan, this method includes the use of crop rotation, minimal irrigation, little or no tillage, seed balls, and allowing natural regulation of pests.
  • No-dig gardening
  • No-till farming
  • Permaculture
http://en.wikipedia.org/wiki/Do-nothing_farming

natural farming = φυσική καλλιέργεια (φυσική αναβλάστηση)
no-dig gardening = κηπουρική χωρίς σκάψιμο
no-till farming = γεωργία μη άροσης, καλλιεργητικό σύστημα χωρίς άροση
permaculture = μόνιμη καλλιέργεια
 
Για το do-nothing farming θα μου φαινόταν λογικό το μη παρεμβατική γεωργία (αλλά δεν ξέρω καθόλου πώς έχει ενδεχομένως αποδοθεί).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η μη παρεμβατική (γεωργία, καλλιέργεια) μου αρέσει και, κυρίως, μου φαίνεται πολύ πιο ακριβής από την ακαλλιέργεια, που συνδέεται αναγκαστικά με το ακαλλιέργητο, την απουσία καλλιέργειας. Συνοπτικά θα μπορούσε ίσως να γίνει μη καλλιέργεια (κατά τη μη βία του Γκάντι).
Και με μιξάζ: Μη καλλιεργητική γεωργία.
 

Zazula

Administrator
Staff member

permaculture = μόνιμη καλλιέργεια
Στο Ορόγραμμα Νο. 149 δίνεται:

permaculture = αεικαλλιέργεια

Ορισμός: permaculture [noun] the development of agricultural ecosystemsintended to be sustainable and self-sufficient."his forest garden is one of Britain's best modelsof permaculture"

Το ΓΕΣΥ απορρίπτει τον όρο περμακουλτούρα, πουχρησιμοποιούν κάποιοι, και υιοθετεί την απόδοση: permaculture -> αεικαλλιέργεια

Ως προς την «ορθότητα» της λέξης: Εκ πρώτης όψεως θα νόμιζε κανένας ότι το πρώτο συνθετικό«αει-» συντίθεται μόνο με επίθετο Ε ή ρήμα Ρ και παρέχει σύνθετοεπίθετο που σημαίνει: αυτός που πάντοτε είναι κάτι (αεί+Ε) ήαυτός που πάντοτε κάνει ή παθαίνει κάτι (αει+Ρ) (αεικίνητος,αειπάρθενος, αειμακάριστος, ...). Μια διαχρονική αναδρομή,όμως, δείχνει ότι έχει χρησιμοποιηθεί και σύνθεση του «αει-» μεουσιαστικό που παρέχει σύνθετο ουσιαστικό δηλώνοντας την«αέναη διάρκεια» της έννοιας του ουσιαστικού. π.χ. τα ακόλουθαπαραδείγματα από το Μέγα Λεξικό Δ. Δημητράκου: αειβλάστησις,αειβοηθήτρια, αειγενεσία, αειγεννητής, αειγονεύς, αειδουλεία,αειζωία, αεικινησία, αειμαχία, αειφυγία
 
Top