Στα δικά μου τα χρόνια γράφαμε ετερόκλητος και ήταν μια μικρή συνωμοσία. Έλεγαν δηλαδή τα λεξικά δίπλα στο ετερόκλητος: «εξ αδοκίμου αποδόσεως του γαλλ. étéroclite» (sic) ο Δημητράκος ή «κατ’ άστοχον απόδοσιν του γαλλ. étéroclite» (ξανασίκ) ο Σταματάκος.
Παλιά και νέα λεξικά περιλαμβάνουν τη λέξη ετερόκλιτος. Στα αρχαία τη χρησιμοποιούσαν οι γραμματικοί για να περιγράψουν ονόματα (π.χ. γυνή, γυναικός) ή ρήματα (π.χ. έσθω, έφαγαν) με ανώμαλη κλίση, ενώ σήμερα, σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, ετερόκλιτα ονόματα είναι αυτά που παρουσιάζουν «ορισμένες ανωμαλίες κατά την κλίση, [των οποίων] ο πληθυντικός αριθμός ακολουθεί διαφορετική κλίση από ό,τι ο ενικός (το πυρ - τα πυρά)».
Στα γαλλικά, στη συνηθισμένη της χρήση η λέξη σημαίνει ανομοιογενής (π.χ. édifice hétéroclite | Des matériaux hétéroclites | Mélange hétéroclite). Η λέξη έχει κάνει μια βόλτα κι από τα αγγλικά (heteroclite), αν και η δεύτερη σημασία της ήταν μάλλον του ανώμαλου και ασυνήθιστου παρά του ανομοιογενούς.
Σύμφωνα με τη Συναγωγή του Κουμανούδη, η λέξη ετερόκλητος πρωτοεμφανίζεται το 1887 ως αντίθετη της λέξης αυτόκλητος. Επίσης, στο λεξικό του Κριαρά της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας, βλέπουμε για το ουσιαστικό ετερόκλητον: Το άλλο όνομα κάποιου, παρωνύμιο: το ετερόκλητον Ακρίτης ονομάσθη Διγ. Ζ 4226. [ουδ. του επιθ. ετερόκλητος (πβ. επίρρ. ~κλήτως, 9. αι., LBG) ως ουσ.]. Δεν είδα ούτε επίθετο ούτε επίρρημα εκεί μέσα, πάντως.
Στα μεταπολιτευτικά λεξικά, το Μείζον και το ΛΚΝ διατηρούν την ορθογραφία ετερόκλητος. Το Μείζον γράφει ότι προέρχεται από έτερος + καλώ, ενώ το ΛΚΝ δέχεται το μπέρδεμα: [λόγ. < γαλλ. hétéroklite (sic) (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑτερόκλιτος με σφαλερή ταύτιση: κλιτός = κλητός (διαφ. το μσν. ετερόκλητος ‘πρόσθετο όνομα’)]. (Εννοεί «ετερόκλητον».)
Στο λεξικό του Παπύρου:
ετερόκλητος
-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)· (νεοελλ.) 1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)· 2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)· || (μσν.) (το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑτερόκλητον· η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + κλητός (< καλώ), πρβλ. μετα-κλητός].
Ωστόσο, ο Κριαράς στο Νέο Ελληνικό Λεξικό και ο Μπαμπινιώτης στο ΛΝΕΓ ζητούν διόρθωση σε ετερόκλιτος. Λέει το ΛΝΕΓ σε σημείωμα: [...] Συνήθως γίνεται διάκριση ανάμεσα στο ετερόκλιτος και στο ετερόκλητος, λέγοντας ότι αυτό με -ι- είναι από το κλίνω και σημαίνει «με διαφορετική κλίση» (λέξεις που κλίνονται διαφορετικά, ανώμαλες λέξεις), ενώ το γραφόμενο με -η- το παράγουν από το καλώ (κλητός, κλήση) και το συνδέουν με τη σημ. «διαφορετικός, ανόμοιος, ανομοιογενής». […] Η β' σημασία τής λ. [hétéroclite] θεωρήθηκε ότι ήταν και διαφορετική λέξη, η λ. ετερόκλητος, από άλλη ρίζα (καλώ). Η άποψη αυτή δεν έχει καμία τεκμηρίωση. [...]
Σε υπο-γλώσσιο της 29/6/2003, ο Ανδρέας Παππάς γράφει:
Και για να αρχίσω από την πιο απλή ίσως περίπτωση, αυτή που αφορά λάθος γραφή και μόνο, ισχυρίζομαι ότι το επίθετο ετερόκλητος είναι πιο σωστό να γράφεται με ι, και όχι με η, όπως όλοι έχουμε συνηθίσει να το γράφουμε — ή μάλλον σχεδόν όλοι, μια και πρόσφατα διαπίστωσα ότι δεν είμαι και τόσο μόνος όσο νόμιζα, αφού το Λεξικό Μπαμπινιώτη επισημαίνει τη λάθος γραφή. Η πραγματική έννοια του επιθέτου είναι «αυτοί που έχουν διαφορετικές κλίσεις, που κλίνουν/τείνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις» και όχι «αυτοί που έχουν διαφορετικές κλήσεις», δηλαδή προελεύσεις, καταγωγές κτλ. Βέβαια υπάρχει πάντα η πιθανότητα οι ετερόκλιτοι να είναι και ετερόκλητοι (δηλαδή, να είναι ανομοιογενείς τόσο ως προς την κατεύθυνση/τάση όσο και ως προς την προέλευση), αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι χρησιμοποιούμε συνήθως τη συγκεκριμένη λέξη όταν πρόκειται για ανομοιογενές, ανόμοιο, ποικιλόμορφο σύνολο ανθρώπων, δυνάμεων, εννοιών, επιδιώξεων κ.ο.κ., λογικό είναι να γράφουμε ετερόκλιτος, η, ο και όχι ετερόκλητος, η, ο.
Από την άλλη, ο Χάρης πρόσφατα έγραφε για τον «ετερόκλητο ΣΥΡΙΖΑ». και γενικώς προτιμά να γράφει τη λέξη με «η».
Στους οδηγούς τους για τη γλώσσα ο Μαρκαντωνάτος και ο Παπαγεωργίου τάσσονται υπέρ της διάκρισης ετερόκλητος = αυτός που προσκαλείται από κάποιον άλλο (αντίθετο του αυτόκλητος) και ετερόκλιτος = διαφορετικός στην κλίση και, κατ’ επέκταση, ανόμοιος, ανομοιογενής. Οι οδηγοί Το λέμε σωστά και ο πιο πρόσφατος της Ιορδανίδου (Συνηθισμένες γλωσσικές απορίες) δεν τα αναφέρουν. Το Κόκκινο βιβλιαράκι του κειμενογράφου (σ. 281) ξαναμπερδεύει τα πράγματα:
Ετερόκλιτος: που σχηματίζει ορισμένες πτώσεις σύμφωνα με κάποια άλλη κλίση ή συγχρόνως με δύο κλίσεις. Π.χ. ετερόκλιτο ουσιαστικό.
Ετερόκλητος: (μειωτικά) για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που τα στοιχεία του είναι τελείως άσχετα μεταξύ τους, αταίριαστος, ανομοιογενής. Π.χ. ετερόκλητο πλήθος, ετερόκλητες μεθόδους, ετερόκλητοι παράγοντες.
Την ίδια θέση είχαν, πολύ παλιότερα, και τα Σωστά ελληνικά του Καρζή.
Ένα στατιστικό στοιχείο στην τύχη: Altavista, ετερόκλητα 13.200, ετερόκλιτα 276.
Μη με ρωτήσετε πώς τη γράφω εγώ τη λέξη, γιατί θα απαντήσω «ανομοιογενής». ;)
Παλιά και νέα λεξικά περιλαμβάνουν τη λέξη ετερόκλιτος. Στα αρχαία τη χρησιμοποιούσαν οι γραμματικοί για να περιγράψουν ονόματα (π.χ. γυνή, γυναικός) ή ρήματα (π.χ. έσθω, έφαγαν) με ανώμαλη κλίση, ενώ σήμερα, σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, ετερόκλιτα ονόματα είναι αυτά που παρουσιάζουν «ορισμένες ανωμαλίες κατά την κλίση, [των οποίων] ο πληθυντικός αριθμός ακολουθεί διαφορετική κλίση από ό,τι ο ενικός (το πυρ - τα πυρά)».
Στα γαλλικά, στη συνηθισμένη της χρήση η λέξη σημαίνει ανομοιογενής (π.χ. édifice hétéroclite | Des matériaux hétéroclites | Mélange hétéroclite). Η λέξη έχει κάνει μια βόλτα κι από τα αγγλικά (heteroclite), αν και η δεύτερη σημασία της ήταν μάλλον του ανώμαλου και ασυνήθιστου παρά του ανομοιογενούς.
Σύμφωνα με τη Συναγωγή του Κουμανούδη, η λέξη ετερόκλητος πρωτοεμφανίζεται το 1887 ως αντίθετη της λέξης αυτόκλητος. Επίσης, στο λεξικό του Κριαρά της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας, βλέπουμε για το ουσιαστικό ετερόκλητον: Το άλλο όνομα κάποιου, παρωνύμιο: το ετερόκλητον Ακρίτης ονομάσθη Διγ. Ζ 4226. [ουδ. του επιθ. ετερόκλητος (πβ. επίρρ. ~κλήτως, 9. αι., LBG) ως ουσ.]. Δεν είδα ούτε επίθετο ούτε επίρρημα εκεί μέσα, πάντως.
Στα μεταπολιτευτικά λεξικά, το Μείζον και το ΛΚΝ διατηρούν την ορθογραφία ετερόκλητος. Το Μείζον γράφει ότι προέρχεται από έτερος + καλώ, ενώ το ΛΚΝ δέχεται το μπέρδεμα: [λόγ. < γαλλ. hétéroklite (sic) (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑτερόκλιτος με σφαλερή ταύτιση: κλιτός = κλητός (διαφ. το μσν. ετερόκλητος ‘πρόσθετο όνομα’)]. (Εννοεί «ετερόκλητον».)
Στο λεξικό του Παπύρου:
ετερόκλητος
-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)· (νεοελλ.) 1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)· 2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)· || (μσν.) (το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑτερόκλητον· η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + κλητός (< καλώ), πρβλ. μετα-κλητός].
Ωστόσο, ο Κριαράς στο Νέο Ελληνικό Λεξικό και ο Μπαμπινιώτης στο ΛΝΕΓ ζητούν διόρθωση σε ετερόκλιτος. Λέει το ΛΝΕΓ σε σημείωμα: [...] Συνήθως γίνεται διάκριση ανάμεσα στο ετερόκλιτος και στο ετερόκλητος, λέγοντας ότι αυτό με -ι- είναι από το κλίνω και σημαίνει «με διαφορετική κλίση» (λέξεις που κλίνονται διαφορετικά, ανώμαλες λέξεις), ενώ το γραφόμενο με -η- το παράγουν από το καλώ (κλητός, κλήση) και το συνδέουν με τη σημ. «διαφορετικός, ανόμοιος, ανομοιογενής». […] Η β' σημασία τής λ. [hétéroclite] θεωρήθηκε ότι ήταν και διαφορετική λέξη, η λ. ετερόκλητος, από άλλη ρίζα (καλώ). Η άποψη αυτή δεν έχει καμία τεκμηρίωση. [...]
Σε υπο-γλώσσιο της 29/6/2003, ο Ανδρέας Παππάς γράφει:
Και για να αρχίσω από την πιο απλή ίσως περίπτωση, αυτή που αφορά λάθος γραφή και μόνο, ισχυρίζομαι ότι το επίθετο ετερόκλητος είναι πιο σωστό να γράφεται με ι, και όχι με η, όπως όλοι έχουμε συνηθίσει να το γράφουμε — ή μάλλον σχεδόν όλοι, μια και πρόσφατα διαπίστωσα ότι δεν είμαι και τόσο μόνος όσο νόμιζα, αφού το Λεξικό Μπαμπινιώτη επισημαίνει τη λάθος γραφή. Η πραγματική έννοια του επιθέτου είναι «αυτοί που έχουν διαφορετικές κλίσεις, που κλίνουν/τείνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις» και όχι «αυτοί που έχουν διαφορετικές κλήσεις», δηλαδή προελεύσεις, καταγωγές κτλ. Βέβαια υπάρχει πάντα η πιθανότητα οι ετερόκλιτοι να είναι και ετερόκλητοι (δηλαδή, να είναι ανομοιογενείς τόσο ως προς την κατεύθυνση/τάση όσο και ως προς την προέλευση), αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι χρησιμοποιούμε συνήθως τη συγκεκριμένη λέξη όταν πρόκειται για ανομοιογενές, ανόμοιο, ποικιλόμορφο σύνολο ανθρώπων, δυνάμεων, εννοιών, επιδιώξεων κ.ο.κ., λογικό είναι να γράφουμε ετερόκλιτος, η, ο και όχι ετερόκλητος, η, ο.
Από την άλλη, ο Χάρης πρόσφατα έγραφε για τον «ετερόκλητο ΣΥΡΙΖΑ». και γενικώς προτιμά να γράφει τη λέξη με «η».
Στους οδηγούς τους για τη γλώσσα ο Μαρκαντωνάτος και ο Παπαγεωργίου τάσσονται υπέρ της διάκρισης ετερόκλητος = αυτός που προσκαλείται από κάποιον άλλο (αντίθετο του αυτόκλητος) και ετερόκλιτος = διαφορετικός στην κλίση και, κατ’ επέκταση, ανόμοιος, ανομοιογενής. Οι οδηγοί Το λέμε σωστά και ο πιο πρόσφατος της Ιορδανίδου (Συνηθισμένες γλωσσικές απορίες) δεν τα αναφέρουν. Το Κόκκινο βιβλιαράκι του κειμενογράφου (σ. 281) ξαναμπερδεύει τα πράγματα:
Ετερόκλιτος: που σχηματίζει ορισμένες πτώσεις σύμφωνα με κάποια άλλη κλίση ή συγχρόνως με δύο κλίσεις. Π.χ. ετερόκλιτο ουσιαστικό.
Ετερόκλητος: (μειωτικά) για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που τα στοιχεία του είναι τελείως άσχετα μεταξύ τους, αταίριαστος, ανομοιογενής. Π.χ. ετερόκλητο πλήθος, ετερόκλητες μεθόδους, ετερόκλητοι παράγοντες.
Την ίδια θέση είχαν, πολύ παλιότερα, και τα Σωστά ελληνικά του Καρζή.
Ένα στατιστικό στοιχείο στην τύχη: Altavista, ετερόκλητα 13.200, ετερόκλιτα 276.
Μη με ρωτήσετε πώς τη γράφω εγώ τη λέξη, γιατί θα απαντήσω «ανομοιογενής». ;)