ένας παπαράτσι...

nickel

Administrator
Staff member
...όπως λέμε «ένα τανκς». Τα ευρήματα του «παπαράτσι» με το «ο», «τον», «ένας», «έναν» είναι αρκετά, αλλά δεν είναι περισσότερα από τα ευρήματα για τον παπαράτσο. Τελικά το κλίνουμε ιταλικά; Ο παπαράτσο, οι παπαράτσι;

ΛΝΕΓ και ΛΚΝ λημματογραφούν ο παπαράτσι (άκλιτο). Η ετυμολογία κατά ΛΚΝ: [ιταλ. paparazzi, πληθ. του paparazzo από όν. φωτογράφου στο φιλμ La dolce vita του F. Fellini με βάση διαλεκτ. ονομασία του μυδιού που ανοιγοκλείνει όπως ο φακός της μηχανής]. Το ΛΝΕΓ σταματά στον Φελίνι.

Παλιότερα είχα γράψει αυτό το κομμάτι για την ιστορία της λέξης:

Είναι Αύγουστος τού 1958. Στη θρυλική Βία Βένετο, το στέκι των «επωνύμων» στη Ρώμη, κάνει αφόρητη ζέστη. Πάνω στις βέσπες τους, ο Τάτσιο Σεκιαρόλι και τρεις συνάδελφοί του, «φωτορεπόρτερ του δρόμου» όπως τους έλεγαν τότε, κυκλοφορούν βαριεστημένοι αναζητώντας φωτογραφικά θέματα που θα τους εξασφαλίσουν το νυχτοκάματο. Θα σταθούν τυχεροί. Πρώτα, θα πέσουν πάνω στον έκπτωτο βασιλιά Φαρούκ της Αιγύπτου, καθισμένο ανάμεσα σε δύο κυρίες που καμιά δεν είναι η σύζυγός του. Το φλας ανάβει και ο Σεκιαρόλι φωτογραφίζει τον μονάρχη. Ο Φαρούκ εκτοξεύει ένα τραπέζι και θέλει να σπάσει τη μηχανή. Ένας δεύτερος φωτογράφος απαθανατίζει τη σκηνή. Αλλά υπάρχει και συνέχεια. Λίγο παρακάτω, ο Σεκιαρόλι αιφνιδιάζει τον Τόνι Φραντσιόζα (που ήταν ακόμα παντρεμένος με τη Σέλεϊ Γουίντερς) τη στιγμή που φιλάει την Άβα Γκάρντνερ. Και μετά τσακώνουν την Ανίτα Έκμπεργκ να βγάζει σέρνοντας τον μεθυσμένο σύζυγό της από κάποιο κλαμπ. Σε κάθε φωτογράφηση οι διάσημοι αντιδρούν βίαια.

Τις επόμενες μέρες οι φωτογραφίες είδαν το φως της δημοσιότητας στις ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά. Όπως είχε πει ο Σεκιαρόλι, εκεί που οι φωτορεπόρτερ έπαιρναν 3.000 λιρέτες για μια στημένη πόζα, ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να πάρουν 200.000 λιρέτες για ενσταντανέ που έδειχναν τους διάσημους να επιτίθενται στους φωτογράφους που τους είχαν κάνει τσακωτούς.

Εκείνο τον καιρό ο Φεντερίκο Φελίνι ετοιμάζει μια ταινία για το νέο πρόσωπο της Ρώμης ως κέντρου συνεύρεσης της παρηκμασμένης υψηλής κοινωνίας των καφέ-μπαρ και των πάρτι. Επικοινωνεί με τον Σεκιαρόλι και του ζητά τα φώτα του. Στην ταινία La Dolce Vita (1960), ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι είναι ένας δημοσιογράφος που γράφει τα «κοινωνικά» σε κάποια φτηνοφυλλάδα και ο φωτορεπόρτερ φίλος του, ονόματι Παπαράτσο, είναι ένας ρόλος βασισμένος στις επαγγελματικές δραστηριότητες τού Σεκιαρόλι. Η ταινία πρόσθεσε δύο νέους όρους στο διεθνές λεξιλόγιο: η ανέμελη και τρυφηλή ζωή των πλουσίων γίνεται «ντόλτσε βίτα» και οι φωτογράφοι των ιδιωτικών στιγμών των διασημοτήτων ονομάζονται έκτοτε παπαράτσι. Ο ίδιος ο Σεκιαρόλι απαρνήθηκε τη ζωή του παπαράτσο και έγινε κολλητός των αστέρων, επίσημος φωτογράφος στα γυρίσματα του Φελίνι και προσωπικός φωτογράφος ηθοποιών όπως η Σοφία Λόρεν. Πέθανε το 1998, σε ηλικία 73 ετών, αφήνοντας πίσω του πλήθος αξέχαστες φωτογραφίες.

Πώς όμως προέκυψε το όνομα Παπαράτσο; Στην ιταλική αργκό, «παπαράτσο» είναι ο μπούμπουρας και ο Φελίνι είχε πει ότι έτσι φώναζαν έναν παιδικό του φίλο που του άρεσε να μιμείται το βουητό των εντόμων. Όμως ο Ένιο Φλαϊάνο, που έγραψε το σενάριο της Γλυκιάς Ζωής μαζί με τον Φελίνι, αναφέρει στο βιβλίο του La Solitudine del Satiro (1973) ότι εκείνο τον καιρό διάβαζε το κλασικό ταξιδιωτικό βιβλίο του Άγγλου μυθιστοριογράφου Τζορτζ Γκίσινγκ By the Ionian Sea. Σ’ αυτό ο Γκίσινγκ περιγράφει ένα ταξίδι που έκανε στη νότια Ιταλία το χειμώνα του 1897-98. Στο Καταντζάρο της Καλαβρίας, ο Γκίσινγκ αναφέρει το όνομα τού ξενοδόχου του, Κοριολάνο Παπαράτσο. Το όνομα άρεσε στον Φλαϊάνο και έτσι πέρασε στην ιστορία.

Πολύ από αυτό το υλικό το είχα πάρει από σελίδα του Quinion, που ανανεώθηκε σήμερα. Παραθέτω:

On the other hand, there is evidence to suggest that the real source was a work by the English author George Gissing, a writer of the late nineteenth-century perhaps best remembered for New Grub Street and The Odd Women. He died young, in 1903, and his works sank into obscurity during the first half of the century, but in the late 1950s were beginning to be revived and appreciated. Gissing went on a tour of southern Italy at the end of the century, recording his impressions in a travel book called By the Ionian Sea, published in 1901. His descriptions are revealing of social conditions in this very poor area and remain valuable as a historical record.

At one point during the latter part of his journey, he stopped briefly at a hotel in Catanzaro, the Albergo Centrale, which was run by a man named Coriolano Paparazzo. (I’m told that this surname is largely restricted to this town. It may be of Greek origin, from papasaratsis, literally “priest-saddlemaker”.) A commemorative plaque on the building records Gissing’s stay and notes that it was due to a scriptwriter on Fellini’s film, Ennio Flaiano, that the name was borrowed from the book for the character. Flaiano recorded in his diary for June 1958, while he was working on the screenplay, that he had read Sulla rive dello Ionio, the Italian translation of Gissing’s book, and found the name. (Extracts from the diary were published in L’Europeo in 1962.)

Αλλά η απορία που θα μου μείνει: ο παπαράτσο ή ο παπαράτσι; (Ναι, ξέρω, θα έχει σηκωθεί η τρίχα των ιταλομαθών.)
 
Για τη μικρή ιστορία, το ποιητικό αίτιο του I'm told στο κείμενο του Quinion που τσιτάρεις είναι ο Yours Truly. Όμως δεν το έβγαλα από το μυαλό μου, το λέει ο Μιλιορίνι σ' ένα βιβλίο του. Εγώ το έγραψα στον Κινιόν, κατά πάσα πιθανότητα το 1997 που σκοτώθηκε η Νταγιάνα και ήρθε η λέξη στη επικαιρότητα, διατηρώντας επιφυλάξεις, αλλά φαίνεται χάθηκαν στη μεταφορά.
 
Πάντως, ανεξάρτητα από τα ποσοστά στο διαδίκτυο, εγώ στον προφορικό λόγο το έχω ακούσει πάντοτε ως παπαράτσι, και στον ενικό. Βέβαια δεν είναι και καμιά πολύ συχνή λέξη, και συνήθως εμφανίζεται στον πληθυντικό, σα σμάρι ένα πράμα.
 

Elsa

¥
Πότε χάσαμε εκείνη την ωραία άνεση να ελληνοποιούμε τις λέξεις; Έχω την εντύπωση (ή την αίσθηση, αν θέλετε ;) ) οτι πριν από -αρκετά- χρόνια δεν θα διστάζαμε να πούμε ο παπαράτσος / οι παπαράτσοι ή ο παπαράτσης / οι παπαράτσηδες.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Εύλογο και εύστοχο το ερώτημά σου. Και η απάντηση ίσως είναι: από τότε που μάθαμε όλοι ξένες γλώσσες. Δεν αναφέρομαι απλώς στα διαδεδομένα φαινόμενα του είδους ο κομπιούτερ, οι κομπιούτερς, αλλά και σε ανατροπή καθιερωμένων (όχι το κοντσέρτο, του κοντσέρτου, τα κοντσέρτα, αλλά τα κοντσέρτι). Και επειδή οι παπαράτσι ανήκουν στο λάιφσταϊλ, φαίνεται δύσκολο να χάσουν την ιταλική τους ταυτότητα, ενώ όσοι έχουν ειδική σχέση με την ιταλική, θα αρνούνται να πουν «ο παπαράτσι».

Εγώ πάντως υιοθετώ την πρότασή σου από σήμερα: ο παπαράτσος, του παπαράτσου, τον παπαράτσο, οι παπαράτσοι, των παπαράτσων, τους παπαράτσους.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Και τότε τι λέμε; Το τανκ τα τανκς; Εγώ λέω το τανκς. Δε νομίζω ότι είναι πρωτοφανές στη γλώσσα να αφήνει μία λέξη στον ενικό/πληθυντικό και να τη χρησιμοποιεί άκλιτη για να δηλώσει και τον ενικό και τον πληθυντικό, ούτε να χρησιμοποιεί μια λέξη στον ενικό/πληθυντικό και να την προσαρμόζει στο κλιτικό της σύστημα.
Οι Τούρκοι, π.χ., λένε patates και domates και εννοούν μία πατάτα και μία ντομάτα. Και αν θέλουν να πούν πολλές, τους βάζουν κανονικά πληθυντικό
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ πάντως υιοθετώ...
Χριστέ μου, μη μου δημιουργήσετε το βάρος ότι αυτά που εγώ λέω ότι υιοθετώ θα ήθελα να τα υιοθετήσει και η κοινότητα ή να τα επιβάλω. Άλλο οι δογματικές απόψεις για κάποια πράγματα, άλλο οι συστάσεις και άλλο το παιχνίδι με το ιδιόλεκτό μου (που θα πάψει να είναι ιδιόλεκτο αν αρχίσετε να μου τα κλέβετε!). Δικός μου ο παπαράτσος και κάτω τα χέρια!

:)
 
Πότε χάσαμε εκείνη την ωραία άνεση να ελληνοποιούμε τις λέξεις;

Σχετικό (μολονότι άσχετο) είναι το ερώτημα (εφόσον σήμερα κατά τα φαινόμενα έχω βιβλιογραφικά κέφια) που θίγει ο Γιάννης Χάρης (Η Γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, Α' τόμος, σελ. 315): πότε χάσαμε τον "εξελληνισμό" και μας έγινε "ελληνοποίηση"; ;)
 

Elsa

¥
Σχετικό (μολονότι άσχετο) είναι το ερώτημα (εφόσον σήμερα κατά τα φαινόμενα έχω βιβλιογραφικά κέφια) που θίγει ο Γιάννης Χάρης (Η Γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, Α' τόμος, σελ. 315): πότε χάσαμε τον "εξελληνισμό" και μας έγινε "ελληνοποίηση"; ;)

Δίκιο έχεις! Λάθος μου, και επειδή γενικά απεχθάνομαι τις -ποιήσεις, με κάνει να ανησυχώ το οτι μου "βγήκε " αυθόρμητα...:confused:
 

nickel

Administrator
Staff member
Θα ανησυχούσα κανονικά κι εγώ που δεν το πρόσεξα (θαμπωμένος καθώς ήμουν από τη λογική του επιχειρήματός σου), αλλά μόλις την περασμένη εβδομάδα πρότεινα τον εκβερβερισμό για το Berberization, οπότε δεν έχω τύψεις.
 
Θα με ενδιέφερε να ακούσω και κάποια αιτιολόγηση: γιατί το εκ- είναι καλύτερο από το -ποίηση; (Αν και ξεφεύγουμε από τον παπαράτσι)
 
Το -ποίηση είναι πιο καλό, πιο παραγωγικό, δεν δημιουργεί δύσκολα συμφωνικά συμπλέγματα όπως το εκ-, και δεν έχει την αμφισημία του εκ-, που μπορεί να σημαίνει -ποίηση αλλά και ξε-. Επίσης, είναι στο στόμα όλου του κόσμου, ενώ το άλλο πρέπει να έχεις βγάλει πανεπιστήμιο για να το χειριστείς, και πάλι δύσκολα. Παίζει και το εκ- --δημοκρατία έχουμε--, αλλά αισθήματα ενοχής λόγω χρήσης του -ποίηση είναι όλως απορριπτέα. Αλλά βέβαια, κάποιοι είναι της ...Αντιποίησης! :)
 

curry

New member
Θυμάμαι πρώτη φορά να ακούω -ή τουλάχιστον τότε το πρόσεξα- περί ελληνοποίησης για παίκτες (μπάσκετ νομίζω αλλά και γενικώς). Ελληνοποιημένος αθλητής. Μου είχε φανεί κάπως σαν το ομογενοποιημένο γάλα αλλά το "εξελληνισμένος παίκτης" μου φαίνεται ελαφρώς άκυρο για κάποιον λόγο :confused:. Και βλέπω ότι βάζοντας σκέτη τη λέξη ελληνοποιημένος στο Google, τα περισσότερα ευρήματα στην πρώτη σελίδα αφορούν πράγματι αθλητές... αυτό βέβαια μπορεί απλά να σημαίνει ότι χρησιμοποιείται κατά κόρον η λέξη στον συγκεκριμένο χώρο, και τίποτα άλλο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Στο δεύτερο κείμενο του Χάρη, που πραγματικά αξίζει να το διαβάσουμε, γίνεται φανερό ότι το παλιό εκ- και το νεότερο -ποίηση έχουν το καθένα το ρόλο του, και σ' αυτά που υπάρχουν από παλιά δεν χρειάζεται να βιάζουμε τα πράγματα. Όταν έχουμε ιστορία, έχουμε τις «εξελληνισμένες πόλεις της Ανατολής» (ΛΝΕΓ) και, όταν έχουμε ποδόσφαιρο, «ελληνοποιημένους παίκτες». Όταν χρειαστεί να φτιάξουμε καινούργιο όρο, το ξανασυζητάμε. Είναι γεγονός ότι με τα διάφορα -ization ξεχνάμε το δικό μας εκ-. Ας το έχουμε στα υπ' όψιν.
 

Στα κείμενα αυτά ο Γιάννης Χάρης σε καμία περίπτωση δεν επιχειρηματολογεί εναντίον της -ποίησης γενικώς και αδιακρίτως. Τη δέχεται την -ποίηση, και εξηγεί και γιατί. Απλώς, έχει περιπτώσεις έτσι και περιπτώσεις αλλιώς, με κριτήριο μάλιστα κάποιες φορές αισθητικό (περί ορέξεως...). Εγώ τα εξελληνισμός και ελληνοποίηση τα βρίσκω μια χαρά και τα δύο. Πράγματι το δεύτερο λέγεται κυρίως για ιθαγένεια (όχι μόνο αθλητών), αλλά, αν ένας ομιλητής χρειαστεί να φτιάξει τη λέξη και για άλλα συμφραζόμενα, αν δεν είναι λόγιος στοιχηματίζω ότι θα πει ελληνοποίηση και όχι εξελληνισμός. Και κυρίως, όχι ενοχές.
 
Νομίζω ότι τόσο η Elsa όσο και ο nickel τα περί ενοχής τα έγραψαν χαριτολογώντας.
 

Zazula

Administrator
Staff member
1. Η λέξη του θέματος του παρόντος νήματος εντάσσεται κάλλιστα στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής όπως κι ο παλιάτσος, οπότε συμφωνώ κι εγώ μ' όσους κι όσες το υποστηρίζουν: ο παραράτσος, του παπαράτσου, οι παπαράτσοι κλπ.

2. Για την άκλιτη μορφή παπαράτσι δεν υφίσταται ανάγκη να λέμε κάτι διαφορετικό στον ενικό, και πολύ περισσότερο αυτό που θα 'λεγε ένας Ιταλός (παπαράτσο), όπως κατ' αναλογία χρησιμοποιούμε το πιροσκί και στον ενικό και στον πληθυντικό (η ρωσική αυτή λέξη είναι έτσι στον πληθυντικό — στον ενικό είναι πιραζόκ και μας είναι άγνωστο από άποψης χρήσης).

3. Η ελληνοποίηση λέγεται για τους αθλητές διότι είναι πρόσωπα, και αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια — γίνονται μαλλαλόγια Ελληνες. Τα πράγματα και οι έννοιες δεν γίνονται —φυσικά— Έλληνες, αλλά ελληνικά. Γι' αυτό και ο δόκιμος όρος είναι ελληνικοποίηση, ο οποίος βρίσκεται σε ευρεία χρήση σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (π.χ. μιλούμε για την Ελληνικοποίηση των Προμηθειών των ΕΔ). Κάποτε έγινε και μια συζήτηση που το έδινε σε απόδοση του (greek) localization: http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=186.0
 
Top