We got that somewhere else, as you may already know, in διαγουμίζω: (λογοτ.) λεηλατώ, αρπάζω: Οι κατακτητές διαγούμισαν πόλεις και χωριά. [μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) `διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma -ς `λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]
Thanks for "alan talan," Altan! And for the consonance.