Accumulation phase – Period during which contributions are made and invested in a defined contribution scheme. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Φάση συσσώρευσης – Περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας καταβάλλονται και επενδύονται εισφορές σε σύστημα καθορισμένων εισφορών. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).
Accrual rate – Rate at which future pension benefits are built up. It is used in defined benefit schemes and based on the formula linked to the scheme. For example, a pension accrual rate could be 1.5% of final pensionable salary for each year of pensionable service (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Συντελεστής συσσώρευσης – Συντελεστής με τον οποίο θεμελιώνονται οι μελλοντικές συνταξιοδοτικές παροχές. Χρησιμοποιείται στα συστήματα καθορισμένων παροχών και βασίζεται στον τύπο που προβλέπεται στο σύστημα. Για παράδειγμα, ένας συνταξιοδοτικός συντελεστής συσσώρευσης θα μπορούσε να είναι 1,5% του τελικού συντάξιμου μισθού για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).
Annuity – A financial contract, sold by a life insurance company for example, that guarantees a fixed or variable payment of income benefit (monthly, quarterly, half-yearly, or yearly) for the life of a person(s) (the annuitant) or for a specified period of time. It differs from a life insurance contract which provides an income to the beneficiary after the death of the insured. An annuity may be bought on instalments or by paying a single lump sum. Benefits may start immediately or at a pre-defined time in the future or at a specific age. An annuity is one way of securing a regular retirement income for individuals who have saved in a defined contribution scheme. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Πρόσοδος (ράντα) – Χρηματοοικονομική σύμβαση, που πωλείται π.χ. από μια ασφαλιστική εταιρεία ασφαλειών ζωής και η οποία εγγυάται τη σταθερή ή μεταβλητή καταβολή ενός εισοδήματος (σε μηνιαία, τριμηνιαία, εξαμηνιαία ή ετήσια βάση) είτε καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου (του εισοδηματία) είτε για καθορισμένη χρονική περίοδο. Διαφέρει από τη σύμβαση ασφάλειας ζωής, που παρέχει ένα εισόδημα στον δικαιούχο μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου. Η πρόσοδος μπορεί να αγοραστεί με δόσεις ή με την πληρωμή ενός ποσού κατ’ αποκοπή. Η καταβολή των παροχών μπορεί να αρχίσει αμέσως ή σε προκαθορισμένο χρόνο στο μέλλον ή σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Η πρόσοδος είναι ένας τρόπος με τον οποίο τα άτομα που έχουν αποταμιεύσει σε σύστημα καθορισμένων εισφορών μπορούν να εξασφαλίσουν ένα τακτικό συνταξιοδοτικό εισόδημα. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).
Automatic (or auto-) enrolment – Generally refers to employees being members of their employer's pension scheme as a default choice, with the possibility of opting out on request.
Αυτόματη ένταξη – Γενικά, ο όρος αυτός αναφέρεται στους μισθωτούς που εντάσσονται αυτόματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα του εργοδότη τους, με δυνατότητα να αποχωρήσουν, αν το ζητήσουν.
Automatic adjustment mechanisms – Generally refers means of adjusting benefits, rights and/or contribution levels to changing circumstances, e.g. economic conditions, financial market returns or longevity assumptions.
Αυτόματοι μηχανισμοί προσαρμογής – Γενικά, είναι τα μέσα προσαρμογής του επιπέδου των παροχών, των δικαιωμάτων και/ή των εισφορών στις μεταβαλλόμενες περιστάσεις, π.χ. στις οικονομικές συνθήκες, στις αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών ή στις παραδοχές μακροζωίας.
Book reserve pension scheme – Amethod of accounting used by some sponsoring employers to finance pension promises. Sums are entered in the balance sheet of the scheme sponsor as reserves or provisions for scheme benefits. Some assets may be held in separate accounts for the purpose of financing benefits, but they are not legally or contractually pension plan assets. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Συνταξιοδοτικό σύστημα λογιστικών αποθεμάτων – Λογιστικήμέθοδοςπου χρησιμοποιείται από μερικούς εργοδότες για τη χρηματοδότηση συνταξιοδοτικών υποσχέσεων. Στον ισολογισμό του χρηματοδότη του συστήματος εισάγονται ποσά ως αποθεματικά ή προβλέψεις για παροχές από το σύστημα. Μερικά περιουσιακά στοιχεία μπορεί να τηρούνται σε χωριστούς λογαριασμούς με σκοπό τη χρηματοδότηση των παροχών, αλλά νομικά ή συμβατικά δεν είναι περιουσιακά στοιχεία του συνταξιοδοτικού συστήματος. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).
Career average scheme – A defined benefit scheme where the future pension benefit earned for a specific year depends on the level of the member's earnings for the given year. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Σύστημα μέσου όρου σταδιοδρομίας – Σύστημα καθορισμένων παροχών στο οποίο η μελλοντική συνταξιοδοτική παροχή για ένα συγκεκριμένο έτος εξαρτάται από το επίπεδο των αποδοχών του μέλους (ασφαλισμένου) για το εν λόγω έτος. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).
Cash balance schemes – A scheme where the employer guarantees a pension pot to scheme members, payable at the normal pension age, with which they can purchase an annuity. (See also: Normal pension age; Annuity).
Σύστημα ταμειακού υπολοίπου – Σύστημα στο οποίο ο εργοδότης εγγυάται ένα συνταξιοδοτικό ποσό στα μέλη του συστήματος, πληρωτέο κατά την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, με το οποίο μπορούν να αγοράσουν μια πρόσοδο. (Βλ. επίσης: Κανονική ηλικία συνταξιοδότησης· πρόσοδος).
Conditional indexation – Refers to defined benefit schemes where the provision of indexed benefits (generally revalued to inflation or wages) is conditional on the financial performance of the scheme's investments. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Υπό όρους τιμαριθμική προσαρμογή – Ο όρος αυτός αναφέρεται στα συστήματα καθορισμένων παροχών στα οποία η καταβολή τιμαριθμικά προσαρμοσμένων παροχών (που γενικά αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό ή τους μισθούς) εξαρτάται από τη χρηματοοικονομική απόδοση των επενδύσεων του συστήματος. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).
Defined benefit (DB) schemes – Pension schemes where the benefits accrued are linked to earnings and the employment career (the future pension benefit is pre-defined and promised to the member). It is normally the scheme sponsor who bears the investment risk and often also the longevity risk: if assumptions about rates of return or life expectancy are not met, the sponsor must increase its contributions to pay the promised pension. These tend to be occupational schemes. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Συστήματα καθορισμένων παροχών – Συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία η θεμελίωση δικαιωμάτων συνδέεται με τις αποδοχές και την επαγγελματική σταδιοδρομία (η μελλοντική συνταξιοδοτική παροχή προκαθορίζεται και το σύστημα την υπόσχεται στο μέλος). Ο χρηματοδότης του συστήματος αναλαμβάνει κατά κανόνα τον επενδυτικό κίνδυνο και, συχνά, και τον κίνδυνο μακροζωίας: αν οι παραδοχές για τα ποσοστά επενδυτικής απόδοσης ή για το προσδόκιμο ζωής δεν επαληθευθούν, ο χρηματοδότης πρέπει να αυξήσει τις εισφορές του για να πληρώσει τη σύνταξη που έχει υποσχεθεί. Συνήθως πρόκειται για επαγγελματικά συστήματα. Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).
Defined contribution (DC) schemes – Pension schemes where the level of contributions, and not the final benefit, is pre-defined: no final pension promise is made. DC schemes can be public, occupational or personal: contributions can be made by the individual, the employer and/or the state, depending on scheme rules. The pension level will depend on the performance of the chosen investment strategy and the level of contributions. The individual member therefore bears the investment risk and often makes decisions about how to mitigate this risk. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Συστήματα καθορισμένων εισφορών – Συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία προκαθορίζεται το επίπεδο εισφορών και όχι η τελική παροχή: δεν δίνεται καμία υπόσχεση για την τελική συνταξιοδοτική παροχή. Τα συστήματα καθορισμένων εισφορών μπορεί να είναι δημόσια, επαγγελματικά ή ατομικά: οι εισφορές μπορεί να καταβάλλονται από το άτομο, τον εργοδότη και/ή το κράτος, ανάλογα με τους κανόνες του συστήματος. Το επίπεδο της σύνταξης εξαρτάται από την απόδοση της επιλεγείσας επενδυτικής στρατηγικής και από το επίπεδο εισφορών. Συνεπώς, το κάθε επιμέρους μέλος του συστήματος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο και συχνά αποφασίζει για τον τρόπο μετριασμού αυτού του κινδύνου. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).
Effective retirement age – Age at which an individual actually retires. Not necessarily the same as the labour market exit age or normal retirement age. (See also: Labour market exit age, and Normal pension age).
Πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης – Ηλικία στην οποία συνταξιοδοτείται ένα άτομο. Δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας ούτε με την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης. (Βλ. επίσης: Ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας και κανονική ηλικία συνταξιοδότησης).
Equity Release Scheme – Term used to describe both the process and the products that allow homeowners to secure substantial lump sums or regular income payments by realising part of the value of their homes, while being able to continue to live in it.
Σύστημα αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας – Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τη διαδικασία όσο και τα προϊόντα που επιτρέπουν στους ιδιοκτήτες σπιτιών να εξασφαλίσουν σημαντικά εφάπαξ ποσά ή τακτικές εισοδηματικές πληρωμές με την αποδέσμευση μέρους της αξίας των σπιτιών τους, έχοντας συγχρόνως τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να ζουν σ’ αυτά.
Final salary scheme – A defined benefit scheme where the pension benefit is typically based on the last or the last few years' of earnings before retirement. (See also: Defined benefit (DB) schemes).
Σύστημα τελικού μισθού – Σύστημα καθορισμένων παροχών στο οποίο η συνταξιοδοτική παροχή βασίζεται κατά κανόνα στον τελευταίο μισθό ή στις αποδοχές των τελευταίων ετών πριν από τη συνταξιοδότηση. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων παροχών).
Funded scheme – A pension scheme whose benefit promises are backed by a fund of assets set aside and invested for the purpose of meeting the scheme's liability for benefit payments as they arise. Funded schemes can be either collective or individual. (See also: Pay-As-You-Go schemes).
Κεφαλαιοποιητικό σύστημα – Συνταξιοδοτικό σύστημα στο οποίο οι υποσχέσεις παροχών υποστηρίζονται από ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαχωρίζονται και επενδύονται με σκοπό την κάλυψη των υποχρεώσεων του συστήματος για πληρωμές παροχών, καθώς προκύπτουν. Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα μπορεί να είναι είτε συλλογικά είτε ατομικά. (Βλ. επίσης: Διανεμητικά συστήματα).
Governance (of pension funds) - The operation and oversight of a pension fund. The governing body is responsible for administration, but may employ other specialists, such as actuaries, custodians, consultants, asset managers and advisers to carry out specific operational tasks or to advise the scheme administration or governing body.
Διακυβέρνηση (των συνταξιοδοτικών ταμείων) – Η λειτουργία και η εποπτεία ενός συνταξιοδοτικού ταμείου. Ο φορέας διακυβέρνησης είναι αρμόδιος για τη διαχείριση του ταμείου, αλλά μπορεί να απασχολεί και άλλους ειδικούς, όπως αναλογιστές, θεματοφύλακες, συμβούλους, διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και άλλους συμβούλους, για την εκτέλεση συγκεκριμένων επιχειρησιακών καθηκόντων ή για την παροχή συμβουλών στον διαχειριστή ή στον φορέα διακυβέρνησης του συστήματος.
Hybrid pension scheme – In a hybrid scheme, elements of both defined contribution and defined benefits are present or, more generally, the risk is shared by the scheme's operator and beneficiaries.
Υβριδικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Σε ένα υβριδικό σύστημα υπάρχουν στοιχεία τόσο από συστήματα καθορισμένων εισφορών όσο και από συστήματα καθορισμένων παροχών ή, γενικότερα, ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από κοινού από τον διαχειριστή και τους δικαιούχους του συστήματος.
Individual pension scheme - Access to these schemes does not depend on an employment relationship. The schemes are set up and administered directly by a pension fund or a financial institution acting as pension provider without the involvement of employers. Individuals independently purchase and select material aspects of the arrangements. The employer may nonetheless make contributions to individual pension schemes. Some schemes may have restricted membership.
Ατομικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Η πρόσβαση στα συστήματα αυτά δεν εξαρτάται από μια σχέση απασχόλησης. Τα συστήματα δημιουργούνται και διοικούνται άμεσα από ένα συνταξιοδοτικό ταμείο ή από έναν χρηματοδοτικό οργανισμό που ενεργεί ως πάροχος συντάξεων, χωρίς τη συμμετοχή των εργοδοτών. Τα άτομα αγοράζουν και επιλέγουν ανεξάρτητα τις υλικές πτυχές των ρυθμίσεων. Ωστόσο, ο εργοδότης μπορεί να καταβάλλει εισφορές στα ατομικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Μερικά συστήματα μπορεί να έχουν περιορισμένο αριθμό μελών.
Information disclosure regulations – The rules prescribing the periodicity, procedure, type and extent of information to be provided to members of pension plans and/or the supervisory authority.
Κανονισμοί δημοσιοποίησης πληροφοριών – Οι κανόνες που ορίζουν την περιοδικότητα, τη διαδικασία, το είδος και την έκταση των πληροφοριών που παρέχονται στα μέλη των συνταξιοδοτικών συστημάτων και/ή στην εποπτική αρχή.
Institutional investor - Generally refers to a group of investors such as pension funds, insurance companies, investment funds and, in some cases, banks.
Θεσμικός επενδυτής – Γενικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ομάδα επενδυτών όπως συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες χαρτοφυλακίου επενδύσεων και, σε μερικές περιπτώσεις, τράπεζες.
Labour market exit age - Age at which an individual actually leaves the labour market. For data availability reasons labour market exit age is often used as a proxy for the effective retirement age. Differences between the two may exist, as some people leave the labour market before they actually retire while others continue working after retirement. (See also: Effective retirement age).
Ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας – Ηλικία στην οποία ένα άτομο αποχωρεί πραγματικά από την αγορά εργασίας. Για λόγους διαθεσιμότητας στοιχείων η ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας χρησιμοποιείται συχνά αντί της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης. Οι δύο όροι μπορεί να διαφέρουν, δεδομένου ότι μερικοί άνθρωποι αποχωρούν από την αγορά εργασίας προτού συνταξιοδοτηθούν πραγματικά, ενώ άλλοι εξακολουθούν να εργάζονται και μετά τη συνταξιοδότηση. (Βλ. επίσης: Πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης).
Lifestyling or life-cycling strategies – Investment strategies used in defined contribution pension schemes to reduce investment risk and volatility by gradually and automatically reducing the investment risk taken by the scheme member as they approach retirement. (See also: Defined contribution (DC) schemes).
Στρατηγικές κύκλου ζωής – Επενδυτικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται στα συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων εισφορών για να μειωθεί ο επενδυτικός κίνδυνος και η αστάθεια με βαθμιαία και αυτόματη μείωση του επενδυτικού κινδύνου που αναλαμβάνουν τα μέλη του συστήματος, καθώς πλησιάζουν τη συνταξιοδότηση. (Βλ. επίσης: Συστήματα καθορισμένων εισφορών).
Minimum return guarantees – Minimum level of pension benefit paid out regardless of investment performance in a defined contribution scheme.
Ελάχιστη εγγυημένη απόδοση – Το ελάχιστο επίπεδο καταβαλλόμενης σύνταξης, ανεξάρτητα από την απόδοση των επενδύσεων, σε σύστημα καθορισμένων εισφορών.