Με τον όρο Baumarkt αποκαλούνται στα γερμανικά τα υπερκαταστήματα των αλυσίδων λιανικού εμπορίου που ειδικεύονται σε do it yourself, home improvement, είδη κήπου κλπ. (πρώτο τέτοιο στην Ελλάδα ήταν το Πράκτικερ).
Βλέπω επίσης ότι και στα αγγλικά, ο όρος αποδίδεται μάλλον κατά περίπτωση και όχι αμφιμονοσήμαντα:
Αναρωτιέμαι αν έχουμε όρο στην καθημερινή μας γλώσσα ή λέμε απλώς «θα πεταχτώ στο πράκτικερ (ή στο λερόι-μερλίν ή...) να πάρω υλικά...» --εδώ που τα λέμε, αναρωτιέμαι αν υπάρχει καν αντίστοιχος περιεκτικός όρος στα ελληνικά.
Στον ιστότοπό της πάντως, η Praktiker αυτοπαρουσιάζεται απλώς ως «εταιρεία λιανικού εμπορίου» που προωθεί τη «φιλοσοφία "Φτιάξ’ το μόνος σου" (Do-it-Yourself) στην Ελλάδα, δίνοντας ολοκληρωμένες λύσεις σε όσους μέχρι τότε αναζητούσαν σε διάφορα ειδικευμένα καταστήματα εργαλεία, είδη εξοπλισμού σπιτιού, αυτοκινήτου και κήπου, είδη υγιεινής, ξυλεία κ.α.»
Βλέπω επίσης ότι και στα αγγλικά, ο όρος αποδίδεται μάλλον κατά περίπτωση και όχι αμφιμονοσήμαντα:
Baumarkt {m} = DIY market, DIY superstore, property market, do-it-yourself store, home-improvement market [Am.], comm. hardware store
Αναρωτιέμαι αν έχουμε όρο στην καθημερινή μας γλώσσα ή λέμε απλώς «θα πεταχτώ στο πράκτικερ (ή στο λερόι-μερλίν ή...) να πάρω υλικά...» --εδώ που τα λέμε, αναρωτιέμαι αν υπάρχει καν αντίστοιχος περιεκτικός όρος στα ελληνικά.
Στον ιστότοπό της πάντως, η Praktiker αυτοπαρουσιάζεται απλώς ως «εταιρεία λιανικού εμπορίου» που προωθεί τη «φιλοσοφία "Φτιάξ’ το μόνος σου" (Do-it-Yourself) στην Ελλάδα, δίνοντας ολοκληρωμένες λύσεις σε όσους μέχρι τότε αναζητούσαν σε διάφορα ειδικευμένα καταστήματα εργαλεία, είδη εξοπλισμού σπιτιού, αυτοκινήτου και κήπου, είδη υγιεινής, ξυλεία κ.α.»